«Είναι ένας παράξενος μήνας ο Δεκέμβριος. Δραστήριος. Γεμάτος γιορτές και γενέθλια και φυγές. Παιδί, τα μύριζα στην ατμόσφαιρα τα Χριστούγεννα. Κάπως μύριζαν, αλλά όσο κι αν προσπαθήσω, δεν θα καταφέρω να περιγράψω πώς ακριβώς. Μεγαλώνοντας, όλα ισοπεδώθηκαν. Δεν τις ήθελα πια τις γιορτές, δεν τις ήθελε και η μύτη μου… Κάθε χρόνο τέτοια εποχή αναβιώνω στο μυαλό μου την ίδια οδυνηρή εικόνα. Ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο στολισμένο με κάτι κόκκινες αστραφτερές μπάλες, πεταμένο σ΄ ένα θεοσκότεινο δωμάτιο του σπιτιού. Δείγμα μιας άδικης φυγής, τόσο ξαφνικής, που για καιρό πολύ ουδείς κατάφερε να μαζέψει το κουράγιο του να το ξεστολίσει και να το τοποθετήσει στο κουτί του από το οποίο δεν βγήκε ποτέ ξανά.
Αυτά τα Χριστούγεννα κλείνουν 40 χρόνια χωρίς την αδελφή μου.
Η απώλεια αγαπημένου προσώπου, και δη νέου, όταν είσαι σε τρυφερή ηλικία είναι ένας εφιάλτης, από εκείνους που σημαδεύουν τη ζωή σου. Συναισθηματικά ερμηνεύεται πολλαπλώς. Αν μη τι άλλο, χάνεις το αδέλφι σου, τον μισό εαυτό σου, τον μισό λώρο, που σε συνδέει με τη μάνα σας. Όμως, ο εφιάλτης είναι και «τεχνικός». Ίσως επειδή, όταν είσαι παιδί, όλες οι προσλαμβάνουσες καταγράφονται ως βάση, ως θεμέλιο σε έναν παρθένο ευρύχωρο εγκέφαλο, που προορίζεται για να αρχειοθετήσει πληροφορίες μιας ολόκληρης ζωής. Νομίζω πως ένιωθα τρόμο και συνάμα θυμό, σαν κάποιος να πυροβολούσε τις έτσι κι αλλιώς, ολίγες ως εκείνη τη στιγμή, αναμνήσεις μου…
Τα πρώτα 13 χρόνια της ζωής μου ήταν γεμάτα με εικόνες μαζί της. Στο κοινό μας δωμάτιο, στο τραπέζι της κουζίνας που διαβάζαμε μαζί, στις διακοπές, στις εξόδους με τους γονείς μας. Όταν εκείνη «έφυγε», εκτός από το απέραντο βάρος της θλίψης, που στις πλάτες ενός παιδιού γίνεται ασήκωτο, γιατί –βλέπεις- δεν μπορεί να το ερμηνεύσει, ο παρθένος εφηβικός μου εγκέφαλος είχε να αντιμετωπίσει και μια διαδικαστική δυσκολία. Έπρεπε να μετρήσει χρόνια έως ότου καταγράψει νέο όγκο αναμνήσεων με εκείνη απούσα. Κι ήταν και κάτι άλλο, που δεν θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει ένα παιδί στην αρχή της εφηβείας. Γιατί ο έφηβος έχει τη δυναμική της μετάβασης από την παιδική ζωή στην ενήλικη. Αυτή η ορμή εκλύεται από όλες τις λειτουργίες της ύπαρξής του. Και είναι μοναχική αυτή η διαδρομή. Δεν αναζητά κανέναν για στήριγμα, δεν έχει ανάγκη. Συνειδητοποίησα την ουσία της απώλειας μεγάλη πια. Όταν είχα περάσει την εφηβεία. Όταν ξεκίνησα τις πρώτες συνειδητές, ζυγισμένες φιλίες. Στο μεταξύ, ανακάλυπτα μέσα μου έναν μηχανισμό παραγωγής συμπεριφορών αθέατης διαχείρισης του πόνου μου, επειδή πάντα μισούσα τις ματιές της συμπόνιας. Ήταν όμως κι άλλα… Με έναν ανεξήγητο αυτοματισμό συνήθισα να κουλαντρίζω τη θλίψη των γονιών μου, που είχαν χάσει το ένα παιδί τους και προσπαθούσαν να σταθούν όρθιοι για το άλλο (δεν μπορώ να φανταστώ το μέγεθος του πόνου του γονιού, που χάνει το παιδί του). Μεγαλώνοντας είχα να σηκώσω διπλές τις υποχρεώσεις που ένιωθα απέναντί τους. Διπλή έπρεπε να είναι η δύναμή μου, διπλή η ψυχραιμία μου, διπλή η αντοχή μου. Πίστευα ότι δεν αρκούσα από μόνη μου. Ήμουν, έλεγα, υποχρεωμένη να απλωθώ, να ξεχειλώσω, να καλύψω μέσα τους το δικό της κενό. Φυσικά δεν τα κατάφερα. Όσο κι αν προσπαθήσει ένας άνθρωπος, δύο δεν μπορεί να γίνει…
Ας είναι αυτές οι γιορτές στη μνήμη της. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιείς πως δεν ξεπερνάς ποτέ τη φυγή αυτών που αγαπάς. Απλώς, συνηθίζεις να ζεις με τη φυσική τους απουσία. Ζουν μέσα σου, αλλά δεν αρκεί. Καμιά φορά είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη σου να τους αγκαλιάσεις…
Καλές γιορτές, φίλοι.
(ΣΣ: Εσύ ο οργισμένος οδηγός, μη λησμονείς: κρατάς στα χέρια σου ζωές. Αν δεν δίνεις μία για τη δική σου, πέταξέ την μόνος σου στα σκουπίδια! Μην ψάχνεις για παρέα..!)»
Δείτε την ανάρτηση της Τόνιας Μανιατέα στο φέισμπουκ: