Όταν μιλάμε για την Νουρ Νιλόφα Μοντ, ή απλώς για τη Νιλόφα, μιλάμε για την μεγαλύτερη διασημότητα της Μαλαισίας. Η 26χρονη καλλονή είναι η βασίλισσα της ομορφιάς στη χώρα της. Ηθοποιός, παρουσιάστρια με 1,4 εκατομμύρια φόλοουερς στο Twitter και 2,2 εκατομμύρια στο Facebook. Κάθε μέρα, εκατομμύρια γυναίκες βλέπουν αυτό που φοράει και σπεύδουν να το αγοράσουν στην ακριβή ή την πιο φθηνή εκδοχή του.
Πίσω από αυτό το όμορφο πρόσωπο κρύβεται μια πανέξυπνη επιχειρηματίας. Η Νιλόφα και οι αδερφές της είναι οι ιδιοκτήτριες της μάρκας Naelofar, μιας οικογενειακής εταιρείας χιτζάμπ. Σε λιγότερο από ένα χρόνο η Naelofar, έχει γίνει ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά σήματα της Μαλαισίας με μεγάλες εξαγωγές σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο.
Η παγκόσμια αγορά των χιτζάμπ εκτιμάται στα 230 δις. δολάρια το 2014 και προβλέπεται να ξεπεράσει τα 327 δις. δολάρια το 2015, καθώς οι μουσουλμάνες όλο και περισσότερο αποφασίζουν να μην αποχωριστούν τη μαντήλα τους.
Η Μαλαισία, στην οποία το 60% των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι, κινείται στον χορό της αύξησης της αγοράς των χιτζάμπ. Αιτία; Το χιτζάμπ έχει γίνει εκτός από ένα θρησκευτικό σύμβολο, ένα πανίσχυρο αξεσουάρ μόδας.
Η ακμάζουσα βιομηχανία σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες ακολουθεί τις θρησκευτικές επιταγές του Ισλάμ που απευθύνεται σε άντρες και γυναίκες και αφορά τις ενδυματολογικές συνήθειές τους: «να καλύπτονται και να είναι σεμνοί».
Οι πωλήσεις της εταιρείας Naelofar έφτασαν τα 11,8 εκατομμύρια δολάρια φέτος, που το κάθε κασκόλ πωλείται 24 δολάρια. Τα χιτζάμπ πωλούνται μέσω των καταστημάτων της που είναι η ναυαρχίδα της βιομηχανίας και ενός μεγάλου εθνικού δικτύου πωλήσεων με περισσότερους από 700 διανομείς. Η εταιρεία εξάγει τα προϊόντα της στη Σιγκαπούρη, το Μπρουνέι, το Λονδίνο, την Αυστραλία, την Ολλανδία και τις ΗΠΑ. Η επιτυχία των χιτζάμπ της Naelofar είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την «εκσυγχρονισμένη» εικόνα της μουσουλμάνας. Η γυναίκα που φορά μαντήλα δεν είναι από την επαρχία ή την έρημο. Είναι fashion-icon.
Αυτό που στη Δύση θεωρείται σύμβολο καταπίεσης και δουλείας των γυναικών, στις μουσουλμανικές χώρες έγινε αξεσουάρ μόδας. Το Ισλάμ δεν επινόησε το κάλυμμα του κεφαλιού. Ωστόσο, το Ισλάμ το επιδοκίμασε. Και δεν είναι λίγες οι φορές που πίσω από αυτό το καλλιεργημένο μοντέρνο πρόσωπο της μόδας κρύβεται το απολυταρχικό καθεστώς που επιβάλλει στις γυναίκες να φορούν μαντήλα ή τις τιμωρεί όταν τολμούν να τη βγάλουν. Πρόσφατο παράδειγμα, η ιρανή ηθοποιός Σαντάφ Ταχεριάν, η οποία τόλμησε να ανεβάσει φωτογραφίες της στο Instagram χωρίς μαντήλα. Το κράτος του Ιράν της απαγόρευσε να εργάζεται και τη χαρακτήρισε «ανήθικη».
Η αύξηση της ζήτησης του χιτζάμπ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την συντηρητικοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου από τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Νότια Ασία. Το μάρκετινγκ των εταιρειών μιλά για «επιστροφή στις αξίες», πράγμα που καλλιεργούν όλες όσες παράγουν μαντήλες, με πρώτες αυτές της Τουρκίας, αφού η μεγαλύτερη αγορά βρίσκεται εκεί. Παράλληλα, αυτή που αναπτύσσεται ραγδαία, είναι η αγορά της Ινδονησίας με την σχεδιάστρια Dian Pelangi, με 2,5 εκατομμύρια ακόλουθους στο Instagram, να θεωρείται σύμφωνα με το περιοδικό Business of Fashion, ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους της μόδας στη Βρετανία.
Το χιτζάμπ το φορούν σε μικρότερο ποσοστό οι μουσουλμάνες που ζουν στη Δύση. Όμως, τον περασμένο Σεπτέμβριο, το μοντέλο από τη Βρετανία Mariah Idrissi έγινε η πρώτη γυναίκα που πρωταγωνίστησε σε καμπάνια της H&M, της δεύτερης μεγαλύτερη εταιρείας λιανικής πώλησης ενδυμάτων στον κόσμο, φορώντας το.
Οι σχεδιαστές στη Δύση έχουν αρχίσει και υπολογίζουν σοβαρά τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την αγορά του μουσουλμανικού κόσμου. Στην φετινή εβδομάδα μόδας του Λονδίνου οι αδελφές Mimpikita, ιδιοκτήτριες μιας εταιρείας ένδυσης στη Μαλαισία έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στις βρετανικές πασαρέλες φορώντας χιτζάμπ. Το 2014, η Ντόνα Κάραν έκανε την συλλογή του Ραμαζανιού δηλώνοντας έτσι το ενδιαφέρον της για τις μουσουλμάνες. Ακολούθησαν ο Tommy Hilfiger και η Mango, με σειρές ρούχων για το ραμαζάνι, ενώ η ιαπωνική Uniqlo σε συνεργασία με τη Βρετανή σχεδιάστρια Hana Tajima, παρουσίασε μια «σεμνή» σειρά ρούχων που περιελάμβανε χιτζάμπ και κεμπάγια, την παραδοσιακή φορεσιά της Ινδονησίας, μια μακριά μπλούζα και φούστα.
Μια άλλη Μαλαισιανή, σε ηλικία 27 ετών και μόλις γέννησε το παιδί της αποφάσισε να φορέσει μαντίλα. Η Vivy Yusof αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική της εταιρεία μη βρίσκοντας τη μαντήλα που επιθυμούσε. Ήθελε να συμβαδίζει με τις τάσεις της παγκόσμιας μόδας και ξεκίνησε με σχέδια δικής της έμπνευσης δίνοντας έμφαση σε σχέδια και υφάσματα υψηλής ποιότητας προκειμένου να προσελκύσει γυναίκες επαγγελματίες, εργαζόμενες και μη-μουσουλμάνες. Ονόμασε την μάρκα της Duck και ξεκίνησε το 2014. «Ήθελα να δημιουργήσω κάτι λίγο πιο προχωρημένο, πιο premium, και να δείξουμε ότι φορώντας μαντίλα μπορεί να είναι σαν γιορτή.». Τα σχέδιά τους ξεπουλάνε αμέσως και στο ηλεκτρονικό της κατάστημα και οι γυναίκες κάνουν ουρές για να τα αγοράσουν. Η Vivy έχει 356.000 φόλοουερς στο Instagram.
Οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται σε αυτή την αγορά πιστεύουν ότι είναι ακόμα αναξιοποίητη και ότι έχει εκπληκτικές δυνατότητες. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι φωτογραφήσεις, τα ρεπορτάζ που συνδυάζουν τα ακριβά ρούχα των γνωστών σχεδιαστών με τα χιτζάμπ ανανεώνουν την όψη του πιο παραδοσιακού ενδύματος του μουσουλμανικού κόσμου. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα πρώτο βήμα προς την ανανέωση και της θέσης της γυναίκας ή των συμπεριφορών απέναντί της. Θα μπορούσε να δημαίνει ένα βήμα ώστε να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εργασία, ίσες με αυτές των ανδρών. Όμως αυτό είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Της πολυτέλειας που κρύβει τον αυταρχισμό και την τιμωρία. Η θέση της γυναίκας μέσω της μόδας, σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει.