Οδηγώ εικοσιπέντε χρόνια. Κάνω τουλάχιστον 60 χιλιόμετρα κάθε μέρα. Περνάω πάνω από δυο ώρες την ημέρα στο αυτοκίνητο, σε κίνηση, μποτιλιάρισμα, με λίγα λόγια με ότι περνάει κάποιος που ζει στην πόλη.
Έχω τρακάρει πέντε φορές, μια στα πέντε χρόνια. Στις τέσσερις έφταιγαν οι άλλοι που βγήκαν ορμητικά από κάποιο στενό. Δεν οδηγώ γρήγορα, δεν οδηγώ αργά, δε μιλάω στο κινητό και δεν καπνίζω, δε βγάζω τα φρύδια μου στο καθρεφτάκι και δε βάζω κραγιόν. Σε αντίθεση με τους άντρες οδηγούς αφήνω κάποιον να περάσει και σε αντίθεση με τους άντρες οδηγούς δεν κορνάρω όταν συμβαίνει αυτό από τον οδηγό του αυτοκινήτου μπροστά μου. Δεν έχω σκοτώσει σκύλο, γάτα, παππού που βγαίνει άνετα και κοιτάζει ανάποδα στο δρόμο και έχω υπομονή μεγαλύτερη από του Βούδα. Επίσης το χόμπι μου δεν είναι να βρίζω τους άντρες οδηγούς σε αντίθεση πάλι με εκείνους που το έχουν αγαπημένο χόμπι και μάλιστα πολύ ψηλά στη λίστα τους.
Ακούω υπομονετικά από έναν βρώμικο ταξιτζή που καπνίζει και μιλάει στο κινητό «γυναίκα θα είναι αυτή που οδηγεί» μόλις βρούμε ένα πρόβλημα στο δρόμο μας και δεν απαντώ. Όπως ακούω υπομονετικά τους άντρες να λένε ότι οι γυναίκες είναι πολύ χειρότερες οδηγοί με την ίδια άνεση που λένε λεσβία κάθε γυναίκα που δεν τους αρέσει, ενώ οι συμβίες τους ακούνε αδιαμαρτύρητα.
Το «αδιαμαρτύρητα» είπα να το κόψω εδώ και πολύ καιρό, μα δεν το 'κανα. Όμως, ξέρετε, στη ζωή υπάρχει μια στιγμή που στη ζυγαριά πέφτει ένα πούπουλο και εκείνη αρχίζει να γέρνει χωρίς τελειωμό. Προχθές κατέβαινα τη Μεσογείων. Και ζέστη και κίνηση και όλα. Και ένας μπροστινός οδηγός που τα έκανε επίσης όλα μιλούσε στο κινητό, κάπνιζε και πήγαινε κατά τα κέφια του. Και λίγα μέτρα πριν το φανάρι αμόλησε στην ψύχρα το κύπελλο του καφέ από το παράθυρο. Έτσι. Ωμά και ψύχραιμα, γιατί μπορούσε να το κάνει και γιατί κανένας δε θα του έλεγε τίποτα. Και αφού δεν υπάρχει πρόστιμο να τσούξει την τσέπη του γιατί να μη το κάνει;
Και τότε είπα «τέλος». Στο φανάρι σταμάτησα δίπλα του, του κόρναρα και με κοίταξε -μιλούσε ακόμα στο κινητό.
«Να σου πω», του φώναξα. «Είσαι πολύ ανόητος που πετάς το κύπελλο στο δρόμο».
Απάντηση; «Τι σε νοιάζει; Ποια είσαι πουτάνα σατανίστρια που θα μου κάνεις παρατήρηση»;
«Με νοιάζει και θα σου κάνω» είπα και με το που άναψε το φανάρι πέταξε και τη βρισιά-κλειδί, «άντε και …. αγάμητη» και γκάζωσε μέχρι που χάθηκε.
Και μου έκανε τα μούτρα κρέας. Ειλικρινά. Όταν τελειώνουν τα επιχειρήματα κάθε κάφρου αρχίζει η κλασική συνταγή. Άντε πλύνε πιάτα, πουτ… και αγάμητη. Και ξέρω ότι είναι δύσκολο να απαντήσεις αλλά τη φορά που θα σου μιλήσουν έτσι πρέπει να απαντήσεις. Κι ας μη θέλεις να μιλήσεις έτσι. Κι ας μη σου αρέσει να βρίζεις. Γιατί αυτό πρέπει όπως και άλλοι μύθοι να έχουν τέλος και όχι απαραίτητα χάπι εντ. Να μιλήσεις γιατί την επόμενη φορά θα φας ξύλο από έναν άσχετο. Και να μιλήσεις έτσι που να καταλάβει ότι έχεις φωνή.
Το 2019, υπάρχουν καλοί και κακοί οδηγοί, καλοί και κακοί εργαζόμενοι, καλοί και κακοί χαρακτήρες. Που δεν καθορίζονται καθόλου από το φύλο, από το αν φοράνε φούστες ή παντελόνια. Και που όλοι έχουν φωνή, αντίληψη και μπορούν να αντισταθούν. Την φορά λοιπόν που θα σου πούνε «άντε πλύνε κανα πιάτο», μη ξεχαστείς και δε μιλήσεις, μη φοβηθείς και δε μιλήσεις. Και στείλτον να πλύνει εκείνος πιάτα κι αν το κάνει καλά να έρθει να πλύνει και τα δικά σου.
*Η Φωτεινή Αργυροπούλου γράφει για όλες εκείνες τις ημέρες που της άλλαξαν τη ζωή, που εξελίχθηκαν σε μέρες-σταθμούς, που φώτιζαν την πορεία της ενώ αρχικά έμοιαζαν ότι θα τη φρενάρουν. Κάθε εμπειρία και ένα μίνι κα αυτοτελές στόρι. Σαν σύγχρονες παραβολές της αστικής ζωής.
Photo: Samuel Foster