-Για πες μου γιαγιά τι γινόταν τότε με την επιδημία του κορονοϊού στην Ελλάδα. Ο μπαμπάς δεν λέει πολλά.
-Να σου πω αγάπη μου. Ήταν μια επιδημία που ξεκίνησε από την Κίνα (μπλα..μπλα..μπλα) Όταν ξέσπασε στην Ευρώπη εγώ βρισκόμουν στη Κύπρο και ο πατέρας σου στην Ολλανδία. Να σου δείξω στην υδρόγειο πού είναι;
-Ναι. Ω, μακριά. Μα στο Λονδίνο σπούδασε ο μπαμπάς.
-Ναι. Αλλά τον είχαμε κάνει σαν τα μούτρα μας εγώ και ο παππούς σου. Στα δεκαεννιά του ζούσε σε τρεις χώρες, είχε κάνει ήδη υπερατλαντικά ταξίδια και είχε επισκεφτεί και την Αφρική.
-Και;
-Πάμε να ξαπλώσεις γιατί είναι αργά και θα σου πω.
-Πες.
-Φοβήθηκα. Γυρίσαμε όλοι στην Ελλάδα και μείναμε στα σπίτια μας, χωριστά σε καραντίνα.
-Πλάκα θα είχε αυτό.
-Και ’γω έτσι νόμιζα. Τις πρώτες δυο μέρες. Καθάρισα, απολύμανα το σπίτι και μετά άρχισε η αναμονή. Ο εχθρός. Από πού θα προέκυπτε και ποιον θα χτύπαγε. Ποιον θα αρρώσταινε και ποιον θα πέθαινε.
-Και μετά;
-Ε, δεν σου έχουν πει πως είμαι εγώ; Βρίσκω τα θετικά για να κρατιέμαι: πιχί δράμα που δεν είχα κανένα γονέα εν ζωή αλλά τουλάχιστον δεν ανησυχούσα για κάποιον πολύ δικό μου ηλικιωμένο.
-Και μετά;
-Μετά οι ώρες δεν περνούσαν. Και άρχισα να κάνω χαζομάρες. Να χαζεύω στο YouTube (ξέρεις τι ήταν;) μαθήματα πως να κάνω τα μαλλιά μου ράστα. Κάτσε να σου βάλω πριν κοιμηθείς Bob Marley το «No woman, no cry» και να σου δείξω τα μαλλιά του σε φωτογραφία.
-Και πού ήταν η γιαγιά Λίλιαν;
-Η αδελφή μου ήταν στο δικό της σπίτι. Ξέρεις πιο πολύ τρόμαζα μη πάθουν κάτι εκείνοι που αγαπούσα παρά να πάθω κάτι εγώ.
-Αφού είπες ότι χαιρόσουν που δεν είχες γονείς.
-Χαιρόμουν γιατί ήμουν ήδη τρομαγμένη για το μπαμπά σου μην έχει αρπάξει κάτι, για την αδελφή μου, το άντρα της, το παππού σου και τους φίλους μου.
-Και τι άλλο έκανες;
-Μιλούσα με τη Σοφία στη Νέα Υόρκη, τον Νίκο στη Γαλλία, τον Μάνο και τη Λητώ στο Λονδίνο. Είχαμε και το φέισμπουκ τότε. Ξέρεις, σαν το IS (Intelligence Satellite) που έχουμε σήμερα σε όλους τους τοίχους, αλλά πιο αργό, όχι 3D. Νύσταξες αγάπη μου;
-Λίγο ακόμη πες μου.
-Κάτσε να σου βάλω ένα τραγούδι ακόμη που μου θύμιζε καλοκαίρι. Ξέρεις εκείνο το διάστημα ήταν σα νύχτα (πάρα πολύ μεγάλη) που περιμέναμε να ξημερώσει. Εννοώ να έλθει το καλοκαίρι. Είναι Lou Reed, λέει για μια τέλεια μέρα που μπορείς να περάσεις. Να πας βόλτα στο ζωολογικό κήπο και μετά σινεμά και μετά σπίτι. «Just a perfect day Feed animals in the zoo. Then later a movie, too, and then home Oh, it's such a perfect day I'm glad I spent it with you..». Κοιμήθηκες αγάπη μου;
-Μμμμ, ναι καληνύχτα γιαγιά. Αύριο τα υπόλοιπα.
-Ναι, αύριο.