Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1931 στην Αθήνα (Βύρωνας) από προσφυγική οικογένεια και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα του. Το επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Σαββόπουλος, επικράτησε όμως το Βουτσάς λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του παππού του (βουτσάς= αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, δηλαδή βαρέλια).
Από μικρός είχε το σαράκι του ηθοποιού και μεγαλώνοντας γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Στην Θεσσαλονίκη έκανε και τις πρώτες του θεατρικές εμφανίσεις με τοπικούς και στην συνέχεια με περιοδεύοντες θιάσους. Στον κινηματογράφο ντεμπουτάρισε το 1953 στην κωμωδία του Γιώργου Λαζαρίδη "Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται".
Στα τέλη της δεκαετίας του ’ 50, εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, ύστερα από πρόταση της γνωστής πρωταγωνίστριας της εποχής Καλής Καλό για να εμφανιστεί μαζί της στο θέατρο "Περοκέ". Εκεί τον είδε ο Αλέκος Σακελλάριος και του έδωσε έναν μικρό ρόλο στην ταινία του " Η κυρά μας η μαμμή" (1958), που αποτέλεσε το διαβατήριο για την ένταξή του στην Φίνος Φιλμ, ενώ το 1961 έπαιξε για πρώτη φορά μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο φιλμ η "Αλίκη στο Ναυτικό", σε έναν ρόλο μικρό, αλλά πραγματικά αξέχαστο, και παράλληλα στο ιστορικό δράμα "Ο Κατήφορος" με τη Ζωή Λάσκαρη.
Η επιτυχία και η καταξίωση ήρθαν πολύ γρήγορα για τον αγαπημένο ηθοποιό, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, και ο Κώστας Βουτσάς βρίσκεται από το 1962 μέχρι το 1969 ανάμεσα τους μεγαλύτερους αστέρες του ελληνικού σινεμά, γυρίζοντας την μία ταινία μετά την άλλη. Ο ίδιος είχε δηλώσει σχετικά με το απόγειο της καριέρας της ότι ήταν λαμπερή εποχή με πάρα πολλές οικονομικές απολαβές. "Έπαιρνα 200.000 δραχμές για κάθε ταινία, όταν ο μέσος μισθός ήταν 1.500 δραχμές," είχε δηλώσει ο ηθοποιός σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν ξεκίνησαν εύκολα για τον πρωταγωνιστή των πιο αγαπημένων ελληνικών ταινιών της Φίνος Φιλμς, ο οποίος λάτρευε την υποκριτική, αλλά δέχθηκε πολύ σκληρή κριτική στην αρχή της καριέρας του. Ο Κώστας Βουτσάς, αρχικά, σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου απ’ όπου αποφοίτησε το 1953 και αρχικά έκανε δουλειές σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα γνωστά μπουλούκια.
Στα τέλη της δεκαετίας του '50 παίρνει την απόφαση να αναζητήσει μία καλύτερη τύχη στην Αθήνα, αλλά αναγκάζεται να δώσει εξετάσεις προκειμένου να πάρει άδεια ασκήσεως για το επάγγελμα του ηθοποιού. Εκεί τα μέλη της της επιτροπής έδειχναν πολύ απρόθυμα να τον περάσουν, κόβοντας τον τρεις φορές. Μάλιστα, όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξη του, η επιτροπή του είχε πει ευθέως ότι δεν έχει τη στόφα του ηθοποιού, ότι δεν κάνει για θέατρο, ενώ ένας από αυτούς του είπε αυτολεξεί: "Δεν κάνετε γι'αυτή την δουλειά. Σας συμβουλεύω να γίνετε υπάλληλος σε τράπεζα".
Ευτυχώς για τον κοινό που τον λάτρεψε κάθε φορά που εκείνος εμφανίστηκε στο λευκό πανί του σινεμά, δίνοντας το προσωπικό του στίγμα σε κάθε ρόλο που υποδύθηκε, ο Κώστας Βουτσάς δεν άκουσε τα άστοχα σχόλιο εκείνης της επιτροπής. Συνέχισε να κυνηγάει το όνειρο και σύντομα το πάθος του για την υποκριτική δικαιώθηκε.
Ο ίδιος γύρισε 30 ταινίες με την Φίνος Φιλμς, πρωταγωνίστησε σε αμέτρητες θεατρικές παραστάσεις και θα μείνει πάντα στη μνήμη μας ως ο ανύπαρκτος "Λευτεράκης" στην ταινία με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, ως το αγόρι που είπε "έχω και κότερο, πάμε μία βόλτα;", ως ο γαλανομάτης γόης του σινεμά που έκλεινε το μάτι στον φακό (στο "Κάτι να καίει" του 1963) και αυτό από μόνο του ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό.