Κανένας δεν ήξερε την αληθινή ηλικία της. Σαν κάποιες υπεραιωνόβιες γυναίκες σε χωριά, εκπροσώπους μιας παλιάς γενιάς που η χρονολογική ακρίβεια δεν ήταν το φόρτε της, η Παρδαλή έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν στη γειτονιά από τις απαρχές του χρόνου. Σίγουρα ήταν εκεί τα τελευταία τουλάχιστον έξι χρόνια, καθώς την ημέρα που μετακομίσαμε στο καινούριο σπίτι μάς περίμενε στον κήπο μας (της) για να κάνει τσαμπουκάδες στους τρεις μεγαλόσωμους αλλά φλώρους, οικόσιτους γάτους μας, ξεκαθαρίζοντας ποιο είναι το αφεντικό.
Στην αρχή πολέμησε τους «εισβολείς» με τέτοια αγριότητα ώστε αν και ανέκαθεν προσπαθούσαμε να φροντίζουμε, να προστατεύουμε τα αδέσποτα – και να υιοθετούμε όσα μάς επέτρεπαν τα τετραγωνικά μας – αναγκαστήκαμε να τη διώχνουμε, για να δώσουμε το περιθώριο στους δικούς μας γάτους να εξοικειωθούν με τον κήπο χωρίς να δέχονται απανωτές επιθέσεις από μια μικροσκοπική θηλυκή τιγρέ. Όμως εκείνη επέμενε να επιστρέφει ξανά και ξανά, σαν τον ηλικιωμένο που διεκδικεί σχεδόν εμμονικά το σπίτι με το οποίο έχει συνδέσει τις καλύτερες αναμνήσεις του. Ή όπως κάθε μικρό αιλουροειδές που αναπτύσσει μια σχεδόν υπερφυσική σχέση με τον χώρο που έχει επιλέξει για καταφύγιό του.
Την ημέρα που μετακομίσαμε στο καινούριο σπίτι μάς περίμενε στον κήπο μας (της) για να κάνει τσαμπουκάδες στους τρεις μεγαλόσωμους αλλά φλώρους, οικόσιτους γάτους μας, ξεκαθαρίζοντας ποιο είναι το αφεντικό.
Τελικά, αναγκαστήκαμε να υποκλιθούμε στην κυριαρχία της Παρδαλής. Και εμείς και οι γάτοι μας. Τότε κι εκείνη άρχισε να μαλακώνει απέναντί μας – και απέναντι στους γάτους μας – πλησιάζοντας, ένα βήμα τη φορά σαν κάθε υποψιασμένο αδέσποτο που έχει φάει τη ζωή και τις κατραπακιές της με το κουτάλι, όχι μόνο προς το μπολ με το φαγητό που αφήναμε στην είσοδο αλλά και προς την αγκαλιά μας.
Σταδιακά η «στρίγγλα» έγινε αρνάκι. Μας εμπιστεύτηκε, αφέθηκε στα χάδια μας και ξεκίνησε να τα διεκδικεί επίμονα. Όταν δεν τη χαϊδεύαμε, έκανε άλματα προς το πίσω μέρος του καρπού της, για να αυτο-χαϊδευτεί στο σβέρκο, λες και προσπαθούσε να αναπληρώσει για όλη την τρυφερότητα που είχε στερηθεί στο δρόμο.
Μια βροχερή μέρα επιστρέψαμε σπίτι και τη βρήκαμε αραγμένη στον καναπέ, με μια χαρακτηριστική άνεση. Και παρόλο που δεν έγινε ποτέ επίσημο μέλος της γατοοικογένειάς μας, κάναμε μία ακόμα παραχώρηση, επιτρέποντάς της να μπαίνει κάθε πρωί στην κουζίνα και να απολαμβάνει το δικό της μερίδιο σε γατοτροφή, παρόλο που έκανε αντικανονικό προσπέρασμα στους τρεις γάτους μας για να ικανοποιήσει πρώτη την πείνα της.
Όταν δεν τη χαϊδεύαμε, έκανε άλματα προς το πίσω μέρος του καρπού της, για να αυτο-χαϊδευτεί, λες και προσπαθούσε να αναπληρώσει για όλη την τρυφερότητα που είχε στερηθεί στο δρόμο.
Μασκότ της γειτονιάς, περιφερόταν καμαρωτή και περήφανη. Αντικείμενο πόθου σε μια συνοικία που θύμιζε γατίσιο Καψιμί λόγω της ξεκάθαρης αριθμητικής υπεροχής των αρσενικών, είχε επιβάλει ένα είδος μητριαρχίας. Αν ήταν άνθρωπος, θα ήταν μια ηλικιωμένη, street-wise τύπισσα που κάνει κουμάντο και παίρνει πάντα αυτό που θέλει.
Στις περίοδους της αναπαραγωγής γίνονταν επικοί καβγάδες στον κήπο μας, που μάζευε όλους τους αρσενικούς της γειτονιάς. Σε μια κοινότητα όπου όλες οι ηλικίες απολαμβάνουν τον έρωτα χωρίς διακρίσεις, η Παρδαλή αναλάμβανε ρόλο Ωραίας Ελένης. Στην αρχή θέλησα να την υπερασπιστώ, διώχνοντας μακριά τους επίδοξους μνηστήρες, θεωρώντας ότι ήταν θύμα ενός γατίσιου #metoo. Μέχρι που κάθισα και παρακολούθησα το παιχνίδι του φλερτ της. Φώναζε με όλη της τη δύναμη τους αρσενικούς, όταν τούς έβλεπε να πλησιάζει έκανε τούμπες, αλλά τελικά άφηνε μόνο τον γάτο της αρεσκείας της να ζευγαρώσει μαζί της. Οι υπόλοιποι δοκίμαζαν μόνο τα νύχια και τα δόντια της.
Αντικείμενο πόθου σε μια συνοικία που θύμιζε γατίσιο Καψιμί λόγω της ξεκάθαρης αριθμητικής υπεροχής των αρσενικών, είχε επιβάλει ένα είδος μητριαρχίας.
Τον τελευταίο καιρό σταμάτησε να έρχεται τα πρωινά στην πόρτα μας. Είχε γίνει νωθρή, δεν διεκδικούσε πια το φαγητό, τα χάδια μας, τον έρωτα από τους γάτους της γειτονιάς. Μάλλον μιλούσε μέσα της η αρχέγονη σοφία του κύκλου της ζωής, που ψυχανεμιζόμασταν ότι στην περίπτωσή της κόντευε να ολοκληρωθεί.
Πρόσφατα τη βρήκαμε να κοιμάται μέσα στο σπίτι μας στη διάρκεια μιας ηλιόλουστης μέρας, κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ στο παρελθόν. Κατσιασμένη, άπλυτη, γεμάτη τσίμπλες, την πήγαμε στο κτηνιατρείο, σε μια μάλλον απέλπιδη προσπάθεια να τη σώσουμε. Η γιατρός μετά την εξέταση κούνησε το κεφάλι της και μας έδωσε μια ανακουφιστική αγωγή.
Μια γάτα που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της έξω, επέλεξε να την τελειώσει στην κρεβατοκάμαρά μας.
Μια γάτα που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της έξω, επέλεξε να την τελειώσει στην κρεβατοκάμαρά μας. Την αφήσαμε, παρόλο που δεν την είχαμε υιοθετήσει ποτέ επίσημα, όχι από συμπόνοια αλλά ως μια ύστατη ένδειξη θαυμασμού απέναντι στη δύναμη, την εξυπνάδα και, τελικά, την αφοσίωσή της απέναντί μας. Μιας αφοσίωσης που ξέραμε ότι είχαμε κερδίσει δύσκολα κι αυτό την είχε κάνει αληθινά ανεκτίμητη.
Το τελευταίο της βράδυ τη χαϊδέψαμε, βάλαμε πλάι της μια θερμοφόρα να την κρατάει ζεστή και την αποχαιρετήσαμε. Καταλαβαίναμε ότι η φύση, ή ο Θεός των γατιών, είχε πάρει τις αποφάσεις του και πως όλοι, ακόμα και η Παρδαλή, ήμασταν υπερβολικά αδύναμοι για να αντισταθούμε. Το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τη βοηθήσουμε να αισθανθεί ότι κάποιος είχε νοιαστεί για εκείνη. Από αυτή την άποψη τουλάχιστον, η Παρδαλή έζησε και πέθανε καλύτερα από πολλά άλλα αδέσποτα.
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram
Photo: Paul Hanaoka / Unsplash