"Με κάλεσαν πίσω" γράφει η μαρμάρινη επιγραφή του τάφου της Έμιλι Ντίκινσον στο Άμχερστ, το μέρος που γεννήθηκε και έζησε όλη της τη ζωή. Η Ντίκινσον που γεννήθηκε το 1830 και πέθανε στις 15 Μαΐου του 1886, έβαλε την αδερφή της να κάψει όλες τις επιστολές της. Η Λαβίνια, ανακάλυψε ένα θησαυρό με χιλιάδες ποιήματα. Δεν τα καταστρέφει, αντίθετα τα εκδίδει το 1890. Το 1955 θα γίνει η έκδοση των ποιημάτων, ατόφιων και χωρίς παρεμβάσεις. Έτσι η ποίηση της σημαντικότερης Αμερικανίδας ποιήτριας φτάνει στα χέρια μας. Η φωνή της από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου στο οποίο ζούσε κλεισμένη θα ακουστεί σε όλο τον κόσμο. Θα σημαδέψει την Δυτική ποίηση όσο λίγες ποιήτριες. Θα επηρεάσει βαθιά τους σύγχρονούς της, την Τέχνη, το γυναικείο φεμινιστικό κίνημα και θα καταφέρει πολλά-ακόμα και μέσα σε έναν πατριαρχικό κόσμο καταπίεσης του γυναικείου σώματος και πνεύματος.

Η μικρή πουριτανική επαρχία στην οποία γεννήθηκε έγινε η εκούσια φυλακή της. Θα ταξιδέψει ελάχιστες φορές κυρίως για λόγους υγείας. Οι γονείς της ήταν προτεστάντες, θρησκόληπτοι και άκρως συντηρητικοί, αλλά ο πατέρας της αγαπούσε την γνώση και ήθελε όλα του τα παιδιά να έχουν την καλύτερη μόρφωση. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε η Έμιλυ με τα δύο της αδέρφια Ώστιν και Λαβίνια.
Η Ντίκινσον μελέτησε τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ, μελέτησε τους Αγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη σχεδόν την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία.
Το πρώτο της ποίημα χρονολογείται το 1850 όταν ήταν μόλις 20 χρονών. Αλλά κατά πολλούς μελετητές η Ντίκινσον πρέπει να έγραψε από πιο νεαρή ηλικία. Έγραφε σε επιστολές αλληλογραφίας, σε αποκόμματα και πίσω από προσκλήσεις.

"Ξέρεις πόσο απεχθάνομαι το κοινότοπο" έγραφε.
Ο θάνατος εισβάλει στη ζωή της, ο θάνατος των αγαπημένων προσώπων την κλείνουν ακόμα πιο πολύ και την οδηγούν στον ποιητικό της αναχωρητισμό. Η ποιητική μοναδικότητα της, η ελλειπτικότητα των ποιημάτων, η αμφισημία των λέξεών που χρησιμοποιεί, η διαφορετικότητα με την οποία χρησιμοποιεί τα θέματά της όπως η φύση, ο έρωτας και ο θάνατος αλλά κυρίως ο μεγάλος προσωπικός χαρακτήρας των ποιημάτων της κάνουν την Ντίκινσον να μένει ένα μυστήριο ποιητικό κεφάλαιο μόνη της.
Μέχρι να κλείσει το 35ο έτος της ηλικίας της, είχε ήδη συγγράψει περισσότερα από 1.100 ποιήματα που εξερευνούσαν με νηφαλιότητα και σύνεση τον πόνο, τη θλίψη, τη χαρά, τον έρωτα, τη φύση και την ίδια την τέχνη. Παρόλα αυτά έμεινε παντελώς άγνωστη μέχρι και τον θάνατό της. Η ίδια καθαροέγραψε 800 περίπου από αυτά σε ξεχωριστά χειροποίητα βιβλιαράκια, τις προσωπικές της "εκδόσεις", που δεν άφηνε βέβαια να δει ανθρώπινο μάτι.

Η Έμιλι έζησε απομονωμένη στο δωμάτιό της μέχρι το θάνατό της. Φορούσε μόνο λευκά. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι κι ερχόταν σε επαφή με ελάχιστους ανθρώπους, οι οποίοι όμως την επηρέασαν σε μέγιστο βαθμό στην ποίηση και το τρόπο σκέψης της. Το 1854, γνώρισε τον πάστορα Τσαρλς Γουάντσγορθ σε ένα ταξίδι στην Φιλαδέλφεια. Ορισμένοι κριτικοί πιστεύουν ότι οι ρομαντικοί στίχοι των ποιημάτων της τα επόμενα χρόνια προέρχονταν από τον πλατωνικό έρωτά της για τον πάστορα, ωστόσο η ίδια τον αποκαλούσε "τον πιο κοντινό της άνθρωπο πάνω στη γη".
Η ίδια είχε υιοθετήσει έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής, απολαμβάνοντας την ησυχία της και περνώντας ώρες στο κτήμα και το θερμοκήπιο ασχολούμενη με τη μεγάλη της αγάπη, την κηπουρική, όταν δεν έγραφε.
Η πρώτη επίσημη και επιμελημένη έκδοση του έργου της, το τρίτομο "The Poems of Emily Dickinson" σε επιμέλεια Thomas H. Johnson, δεν θα εμφανιζόταν πριν από το 1955. Παρά ταύτα, τα περιεκτικά, βασανισμένα και συναισθηματικά φορτισμένα ποιήματά της θα επηρέαζαν δραστικά την αμερικανική ποίηση και παγκόσμια του 20ού αιώνα, κάνοντας την Ντίκινσον μια από τις σημαντικότερες πένες της Αμερικής του 19ου αιώνα.
