Είναι μπερδεμένο. Αυτή είναι η μετάφραση του «It's complicated», στο κουτάκι των φεϊσμπουκικών σχέσεων. Αυτή, μάλλον, είναι και η λεζάντα που περιγράφει με ακρίβεια τη σχέση της Ρούλας και της ελληνικής τηλεόρασης. Μιας σχέσης που είχε ξεκινήσει με κεραυνοβόλο έρωτα, εξελίχθηκε σε μακροχρόνια συμβίωση, πάτησε το δύσβατο μονοπάτι της αγάπης και κατόπιν πέρασε, μοιραία, στο συναινετικό διαζύγιο. Φίνα μέχρι εδώ, γιατί διαφαίνεται ότι η υγεία και ο καθαρός νους πρυτανεύει και ορίζει την πορεία των πραγμάτων. Αυτή, άλλωστε, είναι η «αγέραστη» συσχέτιση πραγμάτων και ανθρώπων, ανθρώπων και ανθρώπων μεταξύ τους: να φτάσουν στο σημείο απομάκρυνσης πριν αγκαλιάσουν τη φθορά. Τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με τη δημόσια εικόνα. Γιατί η ιδιωτική (εικόνα) όλα τα επιτρέπει.
Πάσχει όμως, κι αυτή, όπως και η άλλη σούπερ σταρ -η σχεδόν συνομήλική της, συνακμάζουσα και με το ίδιο κενό ανάμεσα στα δύο μπροστινά δόντια-, Μαντόνα, με την έλλειψη τακτ απέναντι στον εαυτό τους.
Η Ρούλα, μέχρι να ξαναπέσει στη μάχη της τηλεθέασης, είχε πατήσει ως τροπαιούχος όλα τα εδάφη της επιτυχίας, είχε μείνει στη μνήμη των τηλεθεατών ως βετεράνα παρουσιάστρια talk show, όλων των τηλεοπτικών ζωνών, είχε δοξαστεί σαν μεγάλη σταρ, ενίοτε μεγαλύτερη από τους ίδιους τους καλεσμένους της. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, εάν υποθέσουμε ότι το τηλεοπτικό πλατό είναι το dance floor του θρυλικού κλαμπ της Νέας Υόρκης, Studio 45, η Ρούλα Κορομηλά είναι η Μπιάνκα Τζάγκερ που εισέβαλε στο χώρο ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο. Γιατί μπορούσε; Γιατί η μαγική συγκυρία των γενναίων ευκαιριών της εποχής ταίριαζε γάντι στις εύθραυστες δυνατότητές της; Γιατί δεν υπήρχε, μέχρι κάποια στιγμή τουλάχιστον, αντίπαλον δέος; Γιατί το κομμάτι του entertainment είχε έλλειψη από το ξανθό Νο9 της Ρούλας; Για όλα τα παραπάνω; Για τίποτα από τα παραπάνω;
Το να ψάχνεις το «γιατί», σε κάτι που πέτυχε, είναι ρίσκο. Το μόνο εποικοδομητικό, ίσως, είναι να ανακαλύψεις γιατί κάτι απέτυχε. Η Ρούλα ξαναγύρισε και χτύπησε ένα θεαματικό ποσοστό τηλεθέασης, 23,8 %, σαν καρφίτσα, από ζιργκόν, στο πέτο της χλεμπονιάρας εποχής και της φθίνουσας πορείας στα τηλεοπτικά δρώμενα. Χάρηκε, γέλασε, αναθάρρησε. Τότε λοιπόν, μετά το πέρας της πρώτης της εκπομπής, έπρεπε να τα μαζέψει και να φύγει. Και να μείνει στην ιστορία ως μία γκράντε επανεμφάνιση cameo. Ως ένα φευγαλέο πέρασμα, φόρο τιμής στα αλλοτινά μεγαλεία της. Ως μία «νεκρανάσταση» με τη βοήθεια του απινιδωτή, επίκαιρη του εορταστικά ντεθιάρικου πνεύματος του Πάσχα. Γιατί η δεύτερη εκπομπή την έριξε δέκα μονάδες κάτω. Και η τρίτη ίσως να είναι η φαρμακερή.
Δεν θα μιλήσουμε για την εικόνα της, αν είναι καλή η κακή, αμήχανη ή πολυβόλο, αδύνατη ή όχι, υαλουρονικούχα ή μποτοξαρισμένη, η Ρούλα είναι η Ρούλα. Κουβαλάει τα χρόνια της, τα παράσημά της, το μύθο που ύφανε, με τα χέρια της, το ειδικό βάρος της. Πάσχει όμως, κι αυτή, όπως και η άλλη σούπερ σταρ -η σχεδόν συνομήλική της, συνακμάζουσα και με το ίδιο κενό ανάμεσα στα δύο μπροστινά δόντια-, Μαντόνα, με την έλλειψη τακτ απέναντι στον εαυτό τους. Σα να μη θέλουν να προστατεύσουν τις ίδιες από τις ίδιες. Σα να επιδιώκουν να φλερτάρουν με το αυτοτσαλάκωμα της εικόνα τους, αφού φλέρταραν με όλα τα άλλα, στη ζωή. Σα να επιδιώκουν να σβηστούν και όχι να ξεχαστούν.
«Να φεύγεις, αλλά να γυρίζεις και να ξαναφεύγεις, αυτό είναι ευτυχία» θα λέγαμε αλλάζοντας, κατά τι, το αρχικό ρητό του ζεν. Ίσως είναι μία κάποια λύση. Αυτό και η ψυχανάλυση.