«Το αλλόκοτο του χθες είναι η λογική εξήγηση του αύριο» θα πει ο Hunter S. Thompson μέσα στη γοητευτική παραζάλη του. «Βυθίστηκα στη ρομαντική λογοτεχνία, που είχα αποκηρύξει όταν η μητέρα μου θέλησε να μου την επιβάλει με το ζόρι, και από εκεί συνειδητοποίησα πως η ακατανίκητη δύναμη που κάνει τη Γη να γυρίζει δεν είναι οι ευτυχισμένοι έρωτες, αλλά όσοι συναντούν εμπόδια» θα σχολιάσει ο Gabriel García Márquez απαντώντας σε αντίστοιχη ερώτηση. «Όσο για το λαό, επί Χούντας, σε γενικές γραμμές, ε, αν πείνασε πολιτικά, δεν το ‘δειξε πολύ. Με το διεθνές οικονομικό μπουμ και χάρις στο φτηνό πετρέλαιο έπεσε και στην Ελλάδα χρήμα, οι μικρομεσαίοι άρχισαν να αποχτάνε, μαζί με το δυάρι και το λουτροκαμπινέ, την τηλεοπτική τους συσκευή, οι κουλτουριάρηδες στριμωχνόντουσαν στις μπουάτ για να χαρούν το Νέο Κύμα, τα μπενζινάδικα σου χάριζαν ποτήρια για να τα προτιμήσεις, η ζωή των εξωστρεφών φιλήδονων Ελλήνων συνεχιζόταν» θα τοποθετηθεί ο Κώστας Ταχτσής με την ασίγαστη φλόγα της παρατήρησης της ζωής.
Οι αναφορές και τα αποσπάσματα των τριών παραπάνω συγγραφέων δεν είναι τυχαίες, συνδέονται με κάποιον μαγικό, αδιόρατο τρόπο με τον Θεοδόση Μίχο, με τον τρόπο που βλέπει τους ανθρώπους γύρω του και καταγράφει τη ζωή μέσα από τα δύο βιβλία του, «Κράτα το Σόου» και «Η Αλκμήνη και οι άλλοι». Αυτό του λένε οι αναγνώστες, ότι η γραφή και η θεματολογία του πρώτου βιβλίου θυμίζει τον Hunter S. Thompson, ενώ η ιστορία της Αλκμήνης τους Márquez και Ταχτσή.
Ο ίδιος βρίσκει εξοργιστικά τιμητικούς αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Οι αναγνώστες, όμως, έχουν πάντα δίκιο.
Δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός στο Best Radio, συνιδρυτής του Popaganda.gr, σύγχρονος με την έννοια της διεισδυτικής ματιάς, ανήσυχος και γεμάτος εμπειρίες ο Θεοδόσης Μίχος στο δεύτερο βιβλίο του, την Αλκμήνη, αφήνει πίσω τις συναυλίες, τα πάρτι, τα άλμπουμ και τα διαμαντάκια των flip sides για να εξυφάνει, με τον δικό του μυθοποιητικό τρόπο, τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, μέσα από τα βιώματα της ηρωίδας του, της οποίας «έχουν δει πολλά τα μπλε μάτια της στα σχεδόν 100 χρόνια της ζωής της», όπως ο ίδιος λέει.
-Πόσο καιρό συνέλεγες στοιχεία για το δεύτερο βιβλίο σου;
Η συγγραφή του βιβλίου διήρκεσε δυόμισι χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ήταν συνεχής η συλλογή στοιχείων και ο πραγματολογικός έλεγχός τους, είτε επρόκειτο για συνεντεύξεις με παλαιότερους -που υπήρξαν παρόντες σε ορισμένα συμβάντα που θα αποτελούσαν ή νόμιζα ότι θα αποτελούσαν ορισμένα από τα πιο πυρηνικά σημεία της αφήγησης- είτε για έρευνα σε ορισμένους επίσημους φορείς (π.χ. αρχείο Μακρονήσου). Ήταν μία απαραίτητη διαδικασία ώστε να έχω κατόπιν την απόλυτα απελευθερωτική επίγνωση της αποκλίνουσας, από την πραγματικότητα, πορείας που θα ακολουθούσαν οι λέξεις μου, γιατί ποτέ δεν ξέχασα ότι παρά το γεγονός ότι η πλοκή του βιβλίου διαδραματίζεται σε πραγματικό ιστορικό χρόνο, στην τελική πρόκειται για ένα έργο μυθοπλασίας. Από την άλλη, η ιδέα του συγκεκριμένου μυθιστορήματος είναι απότοκο μιας παιδικής μου συνήθειας, ενδεχομένως λοιπόν η συλλογή των όποιων στοιχείων να διήρκεσε δεκαετίες ολόκληρες. Όπως το πάρει κανείς.
Η ιστορία μιας χώρας είναι η ιστορία μιας γυναίκας, ή μήπως το ανάποδο;
-Πόσο συναρπαστικό είναι να καταγράφεις τη σύγχρονη, ελληνική ιστορία;
Το πιο συναρπαστικό, για μένα, στοιχείο της όποιας καταγραφής έγινε, έχει να κάνει με το ότι δεν αποτέλεσε ποτέ αυτοσκοπό, δηλαδή εγώ το μόνο που ήθελα να κάνω και το μόνο που νόμιζα ότι θα έκανα ήταν να γράψω την ιστορία της Αλκμήνης, μιας γυναίκας που γεννήθηκε στην ανατολή του περασμένου αιώνα. Πολύ σύντομα φυσικά κατάλαβα ότι γράφοντας για τη δική της ζωή, ταυτόχρονα έγραφα και για την πορεία της χώρας μέσα στην οποία εκείνη γεννήθηκε, ερωτεύτηκε, πόνεσε, γέννησε, πένθησε, ονειρεύτηκε, διαψεύστηκε, γέρασε, εγκατέλειψε. Τελικά λοιπόν ακόμη πιο συναρπαστικό απ’ όλα τα παραπάνω είναι ένα απολύτως εύλογο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα: η ιστορία μιας χώρας είναι η ιστορία μιας γυναίκας, ή μήπως το ανάποδο;
-Η θεματολογία του δεύτερου βιβλίου σου είναι τελείως διαφορετική από αυτή του πρώτου, Κράτα το Σόου. Πώς το εξηγείς;
Η πιο βασική διαφορά είναι ότι το πρώτο ήταν μια συλλογή ιστοριών -που παρά το ότι συνδέονταν ποικιλοτρόπως η μία με την άλλη ως ψηφίδες μίας μεγαλύτερης ιστορίας, δεν έπαυαν να είναι αυτοτελείς- ενώ το δεύτερο είναι ένα μυθιστόρημα με αρχή, μέση, τέλος. Από κει και πέρα, εκτός από τη θεματολογία, διαφορετική είναι και η γλώσσα, διαφορετικό είναι και το ύφος. Αναγνώστες μου λένε ότι το «Σόου» τους φέρνει στο μυαλό τον Hunter S. Thompson, ενώ η «Αλκμήνη» τον Márquez και τον Ταχτσή. Είναι σχεδόν εξοργιστικά τιμητικοί χαρακτηρισμοί, τους καλοδέχομαι -άνθρωπος είμαι- αλλά δεν τους παίρνω και πολύ στα σοβαρά, ο καθένας ας λέει ό,τι θέλει, δεν παρεξηγώ, ούτε, όπως καταλαβαίνεις, μπορώ να εξηγήσω αυτό που με ρώτησες
-Ποια ανάγκη σε ώθησε να γράψεις την Αλκμήνη;
Απ’ ό,τι φαίνεται αυτό που με απασχολεί είναι η οικογένεια, οι δομές της, οι ισορροπίες της, οι αναποδιές της, τέλος πάντων όλα όσα μπορούν να την καταστήσουν είτε εφαλτήριο είτε μέγγενη για κάθε ένα από τα μέλη της. Να κάτι που νομίζω ότι δεν είναι διαφορετικό ανάμεσα στο «Κράτα το Σόου» και στο «Η Αλκμήνη και οι άλλοι».
-Ποια είναι η Αλκμήνη;
Είναι η μυθιστορηματική εκδοχή μιας γυναίκας που έχουν δει πολλά τα μπλε μάτια της στα σχεδόν 100 χρόνια της ζωής της.
Λογοτεχνία προσπαθώ να γράψω μόνο στο σπίτι μου και δεν χρειάζομαι τίποτα παραπάνω από ησυχία, φυσικό φως, τσιγάρα, καλώς ή κακώς, και τουλάχιστον έναν αναπτήρα που να ανάβει.
-Ποια εποχή από αυτές που περιγράφεις αγάπησες περισσότερο;
Δυσκολεύομαι να επιλέξω μόνο μία, ας πούμε όμως ότι (όχι ακριβώς αγαπώ, αλλά) σίγουρα με γοητεύουν περισσότερο οι εποχές που, είτε εξαιτίας ιστορικών συγκυριών που επηρεάζουν συνολικά τους ήρωες του βιβλίου είτε εξαιτίας ιδεολογικών, ερωτικών ή αισθητικών προσωπικών επιλογών κομβικής, κατά τα φαινόμενα, σημασίας, οδηγούν σε πολύ μεγάλες συγκινήσεις με θετικό πρόσημο. Όσο μεγαλώνουν βέβαια οι ήρωες καταλαβαίνουν ότι οι πιθανότητες μια τέτοια συγκίνηση να μην οδηγήσει σε μία αντίστοιχα μεγάλη διάψευση, δεν είναι με το μέρος τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποκύψουν στον κυνισμό που υπαγορεύει τον τρόπο ζωής στον κύκλο των μίζερων και χαιρέκακων που πιστεύουν ότι ντε και καλά πρέπει να πάθεις για να μάθεις. Στην πραγματικότητα απλά παθαίνεις γιατί ζεις.
-Σε ποιο σημείο συγκινήθηκες πολύ;
Όταν, στο πλαίσιο της έρευνας που λέγαμε πιο πάνω, είδα τις φωτογραφίες και τα ερωτικά σημειώματα που έστελνε στη γυναίκα της ζωής του ένας ταλαιπωρημένος, ξυλοφορτωμένος, φυλακισμένος στη Μακρόνησο αγωνιστής του Λόχου Εφόδου του 54ου Συντάγματος ΕΛΑΣ του Πηλίου.
-Θέλω να μου περιγράψεις τη σκηνή, να έχω εικόνα, εσένα όταν γράφεις. Ποιο είναι το σκηνικό, πώς συγκεντρώνεσαι, πώς πειθαρχείς το πνεύμα σου.
Μέχρι σήμερα έχω παρατηρήσει ότι βοηθάει η καλή διάθεση, ευτυχώς όμως δεν είναι απαραίτητη. Κατά τα άλλα λογοτεχνία προσπαθώ να γράψω μόνο στο σπίτι μου και δεν χρειάζομαι τίποτα παραπάνω από ησυχία, φυσικό φως, τσιγάρα, καλώς ή κακώς, και τουλάχιστον έναν αναπτήρα που να ανάβει.
Φωτό: Ανδρέας Σιμόπουλος
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram