Μία φίλη μου μίλησε για τον Savvas Laz, με έξτρα ενθουσιασμό. «Πέρασα ένα ολόκληρο βράδυ σε αυτήν εδώ τη ροζ καρέκλα. Πέρασα υπέροχα» μου είπε δείχνοντάς μου τη δουλειά του. Τα έργα του, με όγκο, σε μεγάλη κλίμακα και με έναν χαρακτήρα εντυπωσιακά γνώριμο αλλά και πρωτόγνωρο. Κάπως έτσι, μίλησα με τον Savvas και κατάλαβα ότι μόνο με πολλή δουλειά και καθαρό μυαλό μπορεί ένας δημιουργός να φτάσει εκεί που θέλει.
-Ποια είναι η ιστορία σου; Από που έρχεσαι και που πηγαίνεις;
«Γεννήθηκα Θεσσαλονίκη και μεγάλωσα στο Βόλο. Σπούδασα πολιτικός μηχανικός στο Δημοκρίτειο πανεπιστήμιο Θράκης στην Ξάνθη. Μετά την ολοκλήρωση των υποχρεώσεων μου έφυγα για την Ντόχα, Κατάρ όπου δούλεψα ως μηχανικός. Εκεί αποφάσισα να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στο design και έτσι πήρα την απόφαση να μετακομίσω στη. Ολλανδία. Εκεί, στο Ρότερνταμ, όπου έζησα για δυο χρόνια άρχισα να ανακαλύπτω μόνος μου τι θα πει design και μετά από λίγο καιρό βρέθηκα να δουλεύω ως intern στο πλευρό του Joep van Lieshout στο Atelier van Lieshout. Έμαθα την τέχνη της γλυπτικής και του χειροποίητου αντικειμένου εφόσον συμμετείχα σε πολυάριθμα πρότζεκτ του καλλιτέχνη. Ήταν ξεκάθαρο μετά από αυτό τι θέλω να κάνω. Μετά το Ρότερνταμ έφυγα για ένα χρόνο στο Βερολίνο όπου και προετοίμαζα το πορτφόλιο μου για τη σχολή της Écal, ένα όνειρο ζωής για μένα. Έτσι και έγινα δεκτός στο τμήμα Master of Advances studies in design for luxury and craftsmanship από το οποίο και αποφοίτησα με άριστα. Πριν δυο χρόνια, και όντας απόφοιτος πλέον πήρα την απόφαση να δημιουργήσω το δικό μου στούντιο έχοντας ως βάση πλέον την Αθήνα, όπου ζω και δημιουργώ τα τελευταία δυο χρόνια».
-Μίλησε μου για τις σπουδές σου και την μετέπειτα πορεία σου.
«Η σχολή μου, Écal, υπήρξε όνειρο για μένα από τα πρώτα κιόλας χρόνια του Πολυτεχνείου. Θεώρησα πως ήταν η σχολή που θα μου δώσει τα εφόδια που χρειαζόμουν και έτσι έγινε. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες και πιο αναγνωρισμένες σχολές design του κόσμου. Το Master of Advances studies in design for luxury and craftsmanship , από το οποίο και αποφοίτησα, συνδέει ουσιαστικά τους σπουδαστές με σημαντικές εταιρείες του χώρου της πολυτελείας και ο/η κάθε σπουδαστής καλείται να δουλέψει πάνω στο πρότζεκτ που δίνεται από την εκάστοτε εταιρεία σε συνεννόηση πάντα με τη σχολή. Έπειτα από παρουσίαση στα μέλη της εταιρείας τα πρότζεκτ που ξεχωρίζουν προχωρούν στη φάση της υλοποίησης και παραγωγής. Έτσι έγινε με την εταιρεία Chopard για την οποία σχεδίασα την τσάντα ice cube bag, η οποία βρίσκεται πλέον στα καταστήματα της. Μια άλλη συνεργασία που ξεχωρίζω είναι για την ιταλική εταιρεία γυαλιών Retrosuperfuture, για τους οποίους σχεδίασα μια συλλογή για τα 10 χρόνια της εταιρείας με ένα θέμα εμπνευσμένο από την αρχαιότητα. Όταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου αποφάσισα να δημιουργήσω το δικό μου στούντιο και έψαχνα ένα μέρος στο οποίο να μπορώ παράλληλα να πραγματοποιώ τα πρότζεκτ μου. Η Αθήνα ήταν η επιλογή στην οποία κατέληξα πιστεύοντας αρκετά στη δυναμική της. Αναφορικά με το design ελάχιστα πράγματα έχουν καταγράφει όποτε θεώρησα και σημαντικό να συμβάλλω ώστε σταδιακά να δημιουργηθεί μια σκηνή σύγχρονου design και η Αθήνα να παίξει ρόλο τα επόμενα χρόνια στα δρώμενα».
-Με τι υλικά δουλεύεις και πώς θα χαρακτήριζες τα έργα σου;
«Μου αρέσει πολύ να πειραματίζομαι. Δε θέλω να περιοριστώ σε ένα υλικό η μια τεχνική. Δεν νιώθω τέτοια ανάγκη. Το υλικό προσδίδει ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα στο εκάστοτε πρότζεκτ όποτε εξαρτάται από το κόνσεπτ πάντα σε τι υλικό, υφή, χρώμα κλπ θα καταλήξω. Τα έργα μου σχετίζονται με την τέχνη του χειροποίητου. Είναι αντικείμενα φτιαγμένα εξολοκλήρου στο χέρι, γεγονός που τα κάνει μοναδικά. Δανείζονται έντονα στοιχεία από την γλυπτική, μια τέχνη στην οποία εμβάθυνα στα πρώτα χρόνια και συνεχίζω να ανακαλύπτω. Θα έλεγα πως ακροβατούν μεταξύ τέχνης και χρηστικότητας -functional art- όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται τέτοιου είδους αντικείμενα».
-Σου αρέσει να δουλεύεις με μεγάλους όγκους. Γιατί;
«Μάλλον έχει να κάνει με τον χαρακτήρα μου. Μου αρέσουν τα αντικείμενα που έχουν κάποιο εκτόπισμα και δημιουργούν μια αίσθηση στο χώρο. Φαίνονται καλύτερα οι φόρμες τους, τα υλικά, η υφή. Ο όγκος μου δίνει μια κάποια ελευθερία έκφρασης παραπάνω. Αποτελεί μέρος του σχεδιασμού για μένα και λειτουργεί κάπως ενστικτωδώς. Προκύπτει θα έλεγα μέσω του κόνσεπτ και της δημιουργικής διαδικασίας. Δεν γίνεται με πρόθεση».
-Μπορεί η τέχνη να έχει πρακτική καθημερινή χρήση;
«Ανέκαθεν τα χειροποίητα αντικείμενα αποτελούσαν μια μορφή τέχνης από τους αρχαίους χρόνους. Μια καταγραφή θα έλεγε κανείς της λαϊκής τέχνης και παράδοσης μέσω αντικειμένων καθημερινής χρήσης. Το σύγχρονο design δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μετεξέλιξη μια λαϊκής παράδοσης με σύγχρονα μέσα και τεχνικές. Σαφώς και αυτά τα αντικείμενα προορίζονται για χρήση. Αυτός είναι ο σκοπός τους άλλωστε. Το αν θα χρησιμοποιηθούν από τον τελικό χρήστη ή όχι αυτό είναι θέμα προσωπικό και πως αντιλαμβάνεται κανείς το κάθε αντικείμενο».
-Ποιο είναι το πιο ωραίο σχόλιο που έχεις ακούσει για τη δουλειά σου;
«Δεν τα συγκρατώ για να είμαι ειλικρινής. Μου αρέσει όμως που λαμβάνω μηνύματα από νέα παιδιά που βρίσκονται ακόμα σε σχολές design και εμπνέονται με έναν τρόπο από αυτό που κάνω. Το βρίσκω πολύ όμορφο και σημαντικό αυτό που κανείς να έχει απήχηση σε νέα μυαλά».
-Ποιοι καλλιτέχνες σε έχουν εμπνεύσει και σε ποιο βαθμό;
«Δύσκολο να διαλέξεις ένα όνομα. Οι επιρροές παρά πολλές αλλά αν έπρεπε να επικεντρωθώ σε ένα καλλιτέχνη που με έχει εμπνεύσει περισσότερο με το έργο του αυτός θα ήταν ο Ettore Sottsass. Πρόκειται για μια εμβληματική μορφή που έθεσε νέες βάσεις και όρια για το τι μπορεί να θεωρηθεί design. Το θεωρητικό υπόβαθρο, οι φόρμες, τα χρώματα , η γλώσσα που χρησιμοποίησε θεωρώ ότι επηρέασαν το χώρο σε μέγιστο βαθμό. Το έργο του έχει μια παιχνιδιάρικη διάθεση χωρίς να χάνει κάτι από τη σοβαρότητα ή τη λειτουργικότητα των αντικειμένων».
-Θα μπορούσες να μου δώσεις τον δικό σου ορισμό της τέχνης;
«Δε θεωρώ ότι η τέχνη πρέπει να ορίζεται. Είναι περιοριστικό και η τέχνη δεν πρέπει να έχει ούτε όρια ούτε ορισμούς και φυσικά όχι περιορισμούς».