Μια από τις πιο αγαπημένες και δημοφιλείς συγγραφείς του κόσμου, η Έμιλι Μπροντέ που γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1818 στο Γιορκσάιρ και εκεί πέθανε σε ηλικία μόλις 30 ετών, έγινε γνωστή για τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, το μόνο μυθιστόρημα που έγραψε κατά τη διάρκεια της ζωής της. Σήμερα το μυθιστόρημά της θεωρείται ένα από τα κλασικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας.
Η Έμιλι ήταν το πέμπτο παιδί μιας οικογένειας με πατέρα κληρικό και μητέρα που πέθανε πολύ νέα. Με τις αδερφές της στάλθηκαν σε εκκλησιαστικό σχολείο όπου βίωσαν την κακοποίηση και τις στερήσεις που αργότερα περιέγραψε η αδερφή της Σαρλότ στο μυθιστόρημα Τζέιν Έιρ. Μέσα στα επόμενα χρόνια οι αδερφές της Μαρία και Ελίζαμπεθ πεθαίνουν από τύφο, έτσι απέμειναν τρία κορίτσια τα οποία αποτελούν και μια μοναδική περίπτωση στα αγγλικά γράμματα αφού και οι τρεις ήταν συγγραφείς.
Το λογοτεχνικό τους ταλέντο άνθισε μέσα στο σπίτι τους. Στον ελεύθερο χρόνο τους τα παιδιά δημιούργησαν μία σειρά από φανταστικούς κόσμους, οι οποίοι εμφανίζονται στις ιστορίες που έγραψαν και εντός των οποίων έλαβαν χώρα οι φανταστικές περιπέτειες που ζούσαν τα στρατιωτάκια τους μαζί με τον Δούκα του Ουέλινγκτον και τους γιους του.
Όταν η Έμιλι ήταν 13 ετών, η ίδια και η Αν αποσύρθηκαν από τη συμμετοχή τους στο φανταστικό βασίλειο της Άνγκρια και ξεκίνησαν ένα νέο, το Γκόνταλ, ένα μεγάλο νησί στο Βόρειο Ειρηνικό. Εξαιρουμένων των ποιημάτων της Έμιλι για το Γκόνταλ και τους καταλόγους της Αν με τους χαρακτήρες και τα τοπωνύμια, τα γραπτά τους για το Γκόνταλ δεν σώζονται. Επίσης σώζονται κάποια «ημερολόγια» της Έμιλι στα οποία περιγράφονται τρέχοντα γεγονότα στο Γκόνταλ, μερικά από τα οποία γράφτηκαν μαζί με την Αν.
Φιλοδοξία των αδερφών Μπροντέ ήταν να αποκτήσουν επαρκή μόρφωση και να ανοίξουν δικό τους σχολείο.
Το Σεπτέμβριο του 1838, η Έμιλι έγινε δασκάλα στο σχολείο Law Hill στο Χάλιφαξ. Όμως η υγεία της κλονίστηκε από την πίεση της 17ωρης καθημερινής εργασίας και τον Απρίλιο του 1839 επέστρεψε στο σπίτι της. Εκεί έμαθε να παίζει πιάνο και διδάχθηκε γερμανικά μέσα από βιβλία.
Οι αδελφές Μπροντέ προσπάθησαν να ανοίξουν σχολείο στο σπίτι τους, αλλά δεν μπορούσαν να προσελκύσουν μαθητές σ' αυτή την απομακρυσμένη περιοχή.
Το 1844, η Έμιλι ξεκίνησε να καταγράφει τακτοποιημένα όλα τα ποιήματα που είχε γράψει, σε δύο σημειωματάρια. Το ένα ονομάστηκε «Τα Ποιήματα του Γκόνταλ» (Gondal Poems) ενώ το άλλο έμεινε χωρίς ετικέτα. Το φθινόπωρο του 1845, η Σαρλότ ανακάλυψε τα τετράδια της αδελφής της και επέμενε ότι τα ποιήματα πρέπει να εκδοθούν. Η Έμιλι, έξαλλη με την παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής, αρχικά αρνήθηκε αλλά υποχώρησε όταν η Αν έφερε τα δικά της γραπτά και αποκάλυψε ότι κι εκείνη είχε γράψει ποιήματα στα κρυφά.
Το 1846, τα ποιήματα των αδελφών Μπροντέ εκδόθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο Ποιήματα των Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ (Poems by Currer, Ellis, and Acton Bell). Για την έκδοση αυτή, οι αδελφές Μπροντέ υιοθέτησαν ψευδώνυμα: η Σαρλότ διάλεξε το όνομα Κάρερ Μπελ, η Έμιλι το Έλλις Μπελ και η Αν το Άκτον Μπελ. Η Σαρλότ έγραψε στο «Βιογραφικό Σημείωμα των Έλλις και Άκτον Μπελ» ότι η διφορούμενη επιλογή τους υπαγορεύτηκε από ένα είδος συνειδησιακού ενδοιασμού στο να υιοθετήσουν αρσενικά χριστιανικά ονόματα, ενώ οι ίδιες δεν θέλανε να φανερώσουν ότι είναι γυναίκες, γιατί είχαν μία αόριστη εντύπωση ότι οι γυναίκες συγγραφείς αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη. Στη συλλογή αυτή, η Έμιλι συμμετείχε με 21 ποιήματα, όσα και η Αν, ενώ η Σαρλότ συμμετείχε με 20. Αν και αρκετούς μήνες μετά την έκδοση είχαν πουληθεί μόνο δύο αντίτυπα, οι αδελφές Μπροντέ δεν αποθαρρύνθηκαν καθώς οι κριτικές που απέσπασαν από τα λογοτεχνικά περιοδικά ήταν θετικές.
Το 1847, εκδόθηκε το μυθιστόρημα της Έμιλι, Ανεμοδαρμένα Ύψη. Η καινοτόμος δομή του προβλημάτισε κάπως τους κριτικούς. Παρά το γεγονός ότι έλαβε ανάμεικτες κριτικές όταν πρωτοκυκλοφόρησε και συχνά κατηγορήθηκε για απεικόνιση ανήθικου πάθους, στη συνέχεια αναδείχτηκε σε ένα από τα κλασικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας. Το 1850, η Σαρλότ επεξεργάστηκε και εξέδωσε τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ως αυτόνομο μυθιστόρημα και με το πραγματικό όνομα της Έμιλι. Αν και μία επιστολή από τον εκδότη της δείχνει ότι η Έμιλι τελείωνε ένα δεύτερο μυθιστόρημα, το χειρόγραφο δεν έχει βρεθεί ποτέ.
Η Έμιλι ήταν φιλάσθενη και μοναχική σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Αρρώστησε το 1848 από μολυσμένο νερό καθώς οι σωλήνες του σπιτιού τους περνούσαν μολύνθηκε από τις απορροές του νεκροταφείου της εκκλησίας. Έπαθε φυματίωση αλλά αρνήθηκε να δεχθεί κάθε ιατρική βοήθεια. Πέθανε στις 19 Δεκεμβρίου 1848 και ο τάφος βρίσκεται στη γενέτειρά της στο Χάουορθ του δυτικού Γιορκσάιρ.