
Δύο χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη φονικότερη πυρκαγιά στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, εκείνη που ξέσπασε στις 23 Ιουλίου του 2018 σε Νέο Βουτζά και Μάτι αφαιρώντας πάνω από 100 ανθρώπινες ζωές και κάνοντας στάχτη έναν τεράστιο πνεύμονα οξυγόνου της Αττικής. Οι μνήμες είναι και θα είναι νωπές για πολλά χρόνια ακόμα, όχι μόνο για τους ανθρώπους της περιοχής που έμειναν πίσω να θρηνούν οικογένεια, φίλους, γνωστούς, συμπολίτες, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα που έγινε μάρτυρας μέσα από τη μικρή οθόνη μίας ανείπωτης τραγωδίας και καταστροφής, που μέχρι τότε δεν χωρούσε ο ανθρώπινος νους.
"Αν είχαμε ζήσει πόλεμο, μάλλον κάπως έτσι θα έμοιαζε. Είδαμε αυτοκίνητα καμένα, εστίες από φωτιές ακόμη να καίνε, ένα τοπίο ισοπεδωμένο και μαύρο", θυμάται η Ροδάνθη Τζωρτζάκη, δικηγόρος και συνήγορος των πληγέντων της πυρκαγιάς, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Νέα Μάκρη. Μαζί της γυρίζουμε τον χρόνο πίσω στο απόγευμα της 23ης Ιουλίου του 2018.
Πού βρισκόσουν εκείνη την ημέρα; Είχε πεθάνει το πρωί η γιαγιά μου που ζούσε επίσης στη Νέα Μάκρη. Θυμάμαι να φεύγω από το γραφείο μου στην Αθήνα και να κατευθύνομαι προς την περιοχή, όπου βρίσκεται το πατρικό μου για να βοηθήσω την μητέρα μου με τις διαδικασίες. Γύρω στις 17.00 το απόγευμα πήρα τον δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα, καθώς είχα ραντεβού με πελάτη για επείγουσα υπόθεση. Στον δρόμο έστριψα και κατέβηκα να κάνω μία βόλτα με το αυτοκίνητο στο Μάτι για να μπορέσω επιτέλους να κλάψω ελεύθερα για τον θάνατο της γυναίκας που με μεγάλωσε. Είχε άνοια τα τελευταία χρόνια της ζωής της και κάποιες φορές συνήθιζα να την πηγαίνω βόλτα παραλιακά από τη Νέα Μάκρη μέχρι το Μάτι. Χαμογελούσε και έκλαιγε από χαρά με τα τραγούδια και τις βόλτες μας.
Όσο οδηγούσα στους δρόμους του Ματιού και έκλαιγα, σχημάτισα τον αριθμό του πελάτη στο κινητό μου για να ακυρώσω το ραντεβού. Στιγμιαία, μου ήρθε η σκέψη στο μυαλό ότι η γιαγιά μου δεν θα ήθελε να αφήσω έναν άνθρωπο σε επείγουσα ανάγκη - ότι θα ήθελε να κάνω τη δουλειά μου όπως πρέπει και με την σκέψη αυτή σε δευτερόλεπτα άφησα το κινητό, έστριψα, ανέβηκα στη λεωφόρο Μαραθώνος και κατευθύνθηκα προς Αθήνα. Είδα μία φωτιά από την πλευρά πίσω από τον Νέο Βουτζά και ένα καναντέρ όταν βγήκα στην λεωφόρο. Επειδή όμως είμαστε συνηθισμένοι στις φωτιές στην περιοχή δεν ανησύχησα. Μία ώρα αργότερα, ξεκίνησε να χτυπάει το τηλέφωνο και να με ρωτούν συγγενείς και φίλοι αν είμαι καλά, αν έχω γλυτώσει. Δεν είχα ιδέα τι είχε συμβεί. Η φωτιά όσο οδηγούσα για την Αθήνα είχε περάσει την Μαραθώνος και κατέβαινε στο Μάτι. "Γιαγιά μου, αν με ακούς από κάπου, σε ευχαριστώ πολύ που με έσωσες", σκέφτηκα.
Διαβάστε τη συνέχεια στο esquire.com.gr