Καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής, θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο μίας αποκλειστικά δικής του ατμόσφαιρας. Το έργο του Εγγονόπουλου αντιμετώπισε αρνητικές αντιδράσεις που έφτασαν τα όρια του εμπαιγμού και της κατασυκοφάντησης. Μοναδικός συμπαραστάτης του υπήρξε ο επίσης υπερρεαλιστής Εμπειρίκος.
Η δύσκολη διαδρομή
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Το 1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξωφύλλων σε περιοδικά και το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη.
Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Την ίδια εποχή αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ). Από τότε ξεκινά και ο διασυρμός της ποίησής του. Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Το 1939 οργανώνει και την πρώτη έκθεση των έργων του ζωγραφικής, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη.
Από το 1940 αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια. Με την επιστράτευση στέλνεται κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Το μεταξικό καθεστώς τον κρατάει στην πρώτη γραμμή πυρός, αδιαλείπτως, έως το τέλος του πολέμου. Στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 13 Απριλίου 1941, μετά από φονικότατη μάχη της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, και στέλνεται παράνομα σε στρατόπεδο "εργασίας αιχμαλώτων", από όπου δραπετεύει και επιστρέφει στην Αθήνα με τα πόδια. Δεν σταματά να γράφει ποιήματα με όποιον τρόπο μπορεί. Στην ελεύθερη Ελλάδα αποκτά ένα πλήθος από καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες με την ίδρυση συλλόγων στους οποίους συμμετέχει ενεργά, χωρίς να σταματήσει ποτέ να ζωγραφίζει ή να γράφει. Το 1967 γίνεται καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο στο ελεύθερο σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (οπότε και συνταξιοδοτείται) θα επηρεάσει σημαντικά τη φοιτητική ζωή μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο.
Με αφορμή την γέννηση του θυμόμαστε κάποιο απόσπασμα από μία παλαιότερη και σπάνια συνέντευξή του.
Για τον κομμουνισμό, την ορθοδοξία, τον ελληνισμό
Να σας πω, όσο κι υπερρεαλιστής να είμαι, είμαι Έλλην. Και φυσικά δεν μπορώ να αρνηθώ τη γλώσσα μου, ούτε τις συνήθειες μου, ούτε τον τρόπο του σκέπτεσθαι που έχω, τον τόπο που ανήκω. Δεν παραδέχομαι τις εμπορικές κι άλλες οικονομικές βάσεις που κάνουν τις πατρίδες. Παραδέχομαι τις άλλες πατρίδες, τις πατρίδες της καρδιάς, της σκέψης, της διανόησης. Δεν διδάχτηκα μόνο απ’ τους βυζαντινούς. Αυτή η ορθή αντίληψη του ελληνισμού για κάθε το ανθρώπινο με κράτησε στη ζωή (…). Ο χριστιανισμός κράτησε 20 αιώνες. Ο κομμουνισμός δεν κράτησε πάνω από 10 χρόνια. Αν είναι ειλικρινείς όλοι αυτοί οι άνθρωποι- δεν μιλώ βέβαια για τον Marcuse – αν τους ρωτήσετε δεν πιστεύουν σ’ αυτά τα πράγματα. Υπάρχει ένας κομμουνιστής και να το βάλει το χέρι στην καρδιά να πιστεύει ακόμα στα κηρύγματα αυτά; Όλα αυτά που πέρασαν βαραίνουν στη ζωή μας, ξέρετε. Αυτά που συνέβησαν πριν από αιώνες για μας. Και ενώ για μας τους έλληνες είναι πολύ πιο βαριά η ζωή παρότι στους άλλους εκεί πέρα, της Ευρώπης, πρέπει να πούμε ότι ο κομμουνισμός φανερώθηκε, πριν μάλιστα, σαν μια σωτηρία. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν γοητεύτηκε. Κι εμένα με γοήτεψε πολύ ο κομμουνισμός. Ο Λένιν μου φάνηκε σαν μία φωτεινή μορφή, την οποία και εξακολουθώ να την θεωρώ και σήμερα, αλλά ένας αποτυχών.