Η απομόνωση φαντάζει οδυνηροί για πολλούς, ωστόσο μόνο η Νατάσα Κάμπους έχει δικαίωμα να μιλάει για την φρικτή αυτή κατάσταση, καθώς ήταν εκεί και την έζησε για περισσότερες από 3.000 μέρες, όντας ένα μικρό κορίτσι που αναγκάστηκε να ενηλικιωθεί μέσα σε ένα κελί πέντε τετραγωνικών κάτω από την γη. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την ιστορία της Αυστραλιανής νεαρής που απήχθη την δεκαετία του 1990 και κατάφερε να δραπετεύσει οκτώ χρόνια αργότερα, βρίσκοντας και πάλι την οικογένεια της; Κάνεις, ίσως όμως και όλοι.
Την δραματική εκείνη εποχή, εκατοντάδες παιδιά στην Αμερική έπεφταν θύματα απαγωγής με τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων να γεμίζουν συνεχώς φωτογραφίες αθώων προσώπων. Η 10χρονη τότε Νατάσα Κάμπους ήταν ένα από αυτά, όταν για πρώτη φορά της επετράπη να πάει μόνη της στο σχολείο με τα πόδια. Πέντε λεπτά αφότου είχε αφήσει το σπίτι πίσω της, το ανοιξιάτικο εκείνο πρωινό του Μαρτίου, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε. Ένα λευκό βαν της έκοψε απότομα τον δρόμο και ένας ψηλός, λευκός άνδρας την ανάγκασε να μπει μέσα, παρά την θέληση και τις κραυγές αγωνίας της. Μαζί της κουβαλάει μόνο το σχολικό της σακίδιο γεμάτο βιβλία καθώς και το διαβατήριο της, το οποίο βρισκόταν εκεί ξεχασμένο από οικογενειακό ταξίδι που μόλις είχε επιστρέψει. Μοναδική μάρτυρας της στιγμής ήταν ένα 12χρονο κορίτσι, το οποίο παρακολουθώντας άναυδο την σκηνή, έτρεξε να καλέσει βοήθεια.
Η μικρή Νατάσα οδηγείται στο σπίτι του Τσέχου απαγωγέα της ονόματι Wolfgang Přiklopil, όπου θα αναγκαστεί να περάσει τα επόμενα οκτώ χρόνια της ζωής της στο υπόγειό του, απλώς και μόνο επειδή ο εν λόγω άνδρας, όπως ανέφεραν αργότερα ξένα δημοσιεύματα, "είχε μια πολύ βαρετή ζωή" ως τεχνικός τηλεπικοινωνιών και ονειρευόταν να αποκτήσει μια "αιχμάλωτη κόρη". Ο εφιάλτης της 10χρονης μαθήτριας ξεκινά, ενώ ταυτόχρονα η αστυνομία κινητοποιείται. Πραγματοποιούνται έρευνες στα αεροδρόμια της χώρας, ψάχνουν κυκλώματα παιδικής πορνογραφίας και εμπορίας οργάνων, ανακρίνονταν διαβόητοι κακοποιοί και δράστες υπεράνω υποψίας. Κανείς, ωστόσο, δεν πίστευε ότι ο "ήρεμος" και "φιλήσυχος" Přiklopil θα ήταν ικανός για κάτι τέτοιο, για αυτό και σταματά οποιαδήποτε έρευνα εις βάρος του, αφού το μοναδικό στοιχείο κατηγορίας ήταν το λευκό του βαν, το οποίο όπως αφέθηκε να εννοηθεί απλώς ήταν όμοιο με εκείνο των απαγωγέων.
Κατά την αιχμαλωσία της, η Νατάσα βρισκόταν κλειδωμένη στο υπόγειο γκαράζ του σπιτιού, μέσα σε ένα κελί χωρίς παράθυρα και με ικανοποιητική ηχομόνωση. Υπήρχε ένα πολύ μικρό κρεβάτι καθώς και μερικά παιδικά παιχνίδια τα οποία εμπλουτίστηκαν με την πάροδο των χρόνων. Τον πρώτο καιρό, ο Přiklopil άφηνε για πολλές ώρες στο σκοτάδι το μικρό κορίτσι, ενώ δεν της πρόσφερε όσο φαγητό χρειαζόταν. Λίγους μήνες αργότερα η κατάσταση φάνηκε να αλλάζει με τον απαγωγέα να έρχεται πιο κοντά της, καθώς όπως δήλωσε μετά την επιστροφή της η Νατάσα, της επέτρεπε για κάποιες ώρες μέσα στην νύχτα να ανεβαίνει στο σπίτι του, ενώ όταν επέστρεφε στο κελί της εκείνος της διάβαζε παραμύθια. Οι μέρες περνούσαν και το μικρό κορίτσι κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του απαγωγέα, προσπαθώντας με οποιοδήποτε μέσο να κατευνάσει την τρέλα του ώστε να παραμείνει ζωντανή.
Μάλιστα, μέσα στην περίοδο των οκτώ χρόνων ο Přiklopil είχε πάει διακοπές την Νατάσα σε ένα χειμερινό θέρετρο για σκι, χωρίς όμως να μπορέσει εκείνη να δραπετεύσει από το πλευρό του. Για την σεξουαλική κακοποίηση που βίωσε κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας της, η νεαρή κοπέλα απέφυγε να μιλήσει δημόσια, δηλώνοντας μόνο ότι όταν ξάπλωναν στο κρεβάτι μαζί, εκείνος ήθελε απλώς να την αγκαλιάζει. Παρά τις "φυσιολογικές" καθημερινές συνήθειες που είχαν αναπτύξει, όπως το να τρώνε "σαν οικογένεια" πρωινό, να βλέπουν εκπομπές και να διαβάζουν βιβλία, δεν έλειπαν οι στιγμές που την ξυλοκοπούσε μέχρι τελικής πτώσης. Οι προσπάθειες της να αυτοκτονήσει ήταν όλες αποτυχημένες. Κάθε μέρα βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην απελπισία ότι η ημέρα της ελευθερίας της δεν θα φτάσει ποτέ.
Μια μέρα, ωστόσο, όταν είχε σχεδόν ενηλικιωθεί, η Νατάσα βρήκε την ψυχική δύναμη να αποδράσει, χωρίς να φοβάται τον θάνατο πια. Έτσι, καθώς καθάριζε το αυτοκίνητο του στον κήπο, παρουσία του ίδιου, το κινητό του χτυπάει. Όταν ο Přiklopil δυσκολεύτηκε να ακούσει από τον θόρυβο της ηλεκτρική σκούπας και απομακρύνθηκε ελάχιστα από το πλευρό της, εκείνη άρπαξε την ευκαιρία και πήδηξε τον φράχτη, αφήνοντας τα ίχνη της να καλυφθούν πίσω της από την φασαρία της οικιακής συσκευής. Έτρεξε όσο πιο μακριά μπορούσε σταματώντας διερχόμενα αυτοκίνητα και πεζούς για βοήθεια. Κανένας δεν την πήρε στα σοβαρά, ώσπου χτύπησε την πόρτα ενός ηλικιωμένου άνδρα και του είπε το όνομα της. Εκείνος κάλεσε την αστυνομία και έκρυψε το κορίτσι για μερικά λεπτά στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού.
Τον Αυγούστου του 2006, η Νατάσα αφέθηκε ελεύθερη. Έπειτα από σχετικές εξετάσεις, έγινε η ταυτοποίηση με το κορίτσι που είχε εξαφανιστεί οκτώ χρόνια νωρίτερα και οδηγήθηκε στην οικογένεια της. Ο Wolfgang όταν αντιλήφθηκε την απουσία του κοριτσιού, αποφασισμένος να μην περάσει την ζωή του στην φυλακή, πηδάει στις ράγες του τραίνου, βρίσκοντας τραγικό θάνατο. Λίγο καιρό αργότερα και αφότου η Νατάσα προσπαθεί να συνέλθει από το φρικτό σοκ μαθαίνει πως έχει κληρονομήσει το σπίτι όπου πέρασε αιχμάλωτη την εφηβική της ηλικία. Στα 31 της χρόνια πλέον, έχει γράψει τρία αυτοβιογραφικά βιβλία, μοιράζοντας πληροφορίες από την τραγική εμπειρία ζωής, ενώ όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή της επισκέπτεται τακτικά εκείνο το φρικτό σπίτι για λόγους που αποφεύγει να αναλύει έως σήμερα.
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram