Έχει συμβεί λίγο πολύ σε όλους μας. Έχουμε παρευρεθεί σε παρουσίασεις, events, κοπές πίτας (είναι και επίκαιρο), πολιτικές συγκεντρώσεις, γάμους και λοιπές δημοκρατικές συνάξεις όπου το τέταρτο ή το εικοσάλεπτο κάποιου ομιλούντος μας φάνηκε μισός αιώνας το λιγότερο και καρτερικά καταναλώσαμε στο κινητό μας τα μισά megabites του δωρεάν πακέτου μας. Επίσης αυτή η ώρα είναι «μαγική» καθώς πέρα από το ότι μας κάνει να σκεφτόμαστε ποιους λογαριασμούς δεν πληρώσαμε, αν αφήσαμε το μάτι της κουζίνας ανοιχτό και αν η μπλε μας φούστα ταιριάζει με το καινούργιο μας μεταξωτό πουκάμισο, μας κάνει δυστυχώς παράλληλα να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε σε μια εκδήλωση η οποία δεν μας έκανε κοινωνούς στο αφήγημά της.
Ο λόγος; Οι περισσότεροι ομιλητές ήταν εκεί για να «εκτελέσουν» και όχι για να εμπλέξουν το κοινό, όχι για να αφηγηθούν αποτελεσματικά το σκοπό τον οποίο τους έκανε να πάρουν το μικρόφωνο και να μιλήσουν. Την ώρα που το μικρόφωνο έπρεπε να ενώσει σε μια ενιαία ροή κοινό και ομιλητή, αντιθέτως έγινε τοίχος απροσπέλαστος, και τους μοίρασε σε δύο ανεξάρτητες ροές. Όποια προσπάθεια και αν έγινε από μέρους του ακροατηρίου να σκαρφαλώσει και να κοιτάξει πίσω από τον τοίχο…απέβη μάταιη. Γιατί; Αγχωμένοι και εγωιστές (τολμώ να πω) ομιλητές.
Αγχωμένοι γιατί δεν προετοιμάστηκαν καλά. Το άγχος υποχωρεί με την εξάσκηση και την τριβή. Και τι σημαίνει προετοιμάζομαι καλά; Προπονούμαι μεθοδικά και εντατικά.
Πρώτον, λεκτικά ως προς το κείμενο της ομιλίας ώστε το περιεχόμενο της να μην είναι μια βαρετή απαγγελία ενημέρωσης ή αναφοράς κάποιων επιτευγμάτων που κάνει τον απέναντι που την ακούει έτοιμο να γείρει στον ώμο του διπλανού του. Οι ομιλίες πρέπει να είναι γραμμένες για τα αυτιά. Δεν γράφουμε για τα μάτια. Μια καλή ομιλία πρέπει να είναι σύντομη, ουσιαστική και περιεκτική, χωρίς περιττές αναφορές αριθμών και λοιπών στοιχείων. Να «ρέει» φυσικά, να έχει σκοπό συγκεκριμένο, να αφηγείται, να ενημερώνει και να εμπνέει. Ακούγεται δύσκολο. Δεν είναι. Χρειάζεται απλώς σωστή προετοιμασία και φυσικά να περιέχει στοιχεία που να συνεπαίρνουν το κοινό και να το οδηγούν μαζί στο ταξίδι της αφήγησης.
Δεύτερον προετοιμαζόμαστε εξωλεκτικά. Το ντύσιμό μας, οι κινήσεις του σώματός μας, η ταχύτητα με την οποία μιλάμε, η χρήση παύσεων, οι χειρονομίες μας, είναι όλα στοιχεία του performance και είναι ικανά - αν χρησιμοποιηθούν σωστά- να απογειώσουν το μήνυμά μας. Πάμε στα δύσκολα. Γιατί είναι εγωιστές θα με ρωτήσετε. Και θα απαντήσω γιατί δεν ενδιαφέρονται να εμπλέξουν τον απέναντι στο μήνυμά τους. Ήρθαν να τα πουν και να φύγουν, χωρίς να ενδιαφέρονται – όλα αυτά μπορεί να συμβαίνουν και ασυνείδητα- αν το κοινό κατανόησε ή του έμεινε κάτι από την ομιλία τους.
Ξέρω τον αντίλογο. Και αν δεν μπορούν; Και ξαναέρχεται η απάντηση με ερώτηση: Ποιος είναι αυτός που μιλάει για κάτι που τον αφορά και δε βρίσκει τον τρόπο να περάσει το μήνυμά του με αποτελεσματικό τρόπο στους ανθρώπους που τον ακούνε; Η μαγική λέξη είναι το «θέλω». Θέλω ο άλλος να κατανοήσει, θέλω ο άλλος να εμπλακεί. Το θέλω είναι η μαγική αφετηρία για περισσότερη εξάσκηση και καλύτερη προετοιμασία των ομιλιών. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς δικαιολογίες. Ίσως με θεωρήσει κάποιος απόλυτη. Είναι πολύ πιθανό. Γίνομαι όμως όταν πιστεύω στις ικανότητες του ανθρώπου και όταν έχω δει ότι μια σωστή «προπόνηση» μπορεί να σε κάνει «πρωταθλητή» στο public speaking.