
«Αγαπημένε μου Νικ, τι υπέροχη φωτογραφία μου έστειλες»: Με αυτή τη φράση ξεκινούσε η επιστολή που έγραψε η Φρίντα Κάλο τον Ιούνιο του 1939 στον Νίκολας Μάρεϊ, όταν ο τελευταίος της έστειλε μέσω ταχυδρομείου ένα πορτρέτο με φούξια λουλούδια στα μαλλιά. Ο Μάρεϊ δεν ήταν μόνο εκείνος που τράβηξε τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες της ζωγράφου -περίπου 90 συνολικά, από το 1937 έως το 1948- αλλά και ένας από τους εραστές της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1931, όταν ο φωτογράφος πρωτοεπισκέφτηκε το Μεξικό. Κουβαλώντας τη φήμη του φωτογράφου πορτρέτων στις ΗΠΑ, μετά το διαζύγιό του ταξίδεψε νότια με τον καλύτερό του φίλο και επίσης καλλιτέχνη Miguel Covarrubias. Ο Covarrubias ήταν εκείνος που σύστησε τον Μάρεϊ στην Κάλο, η οποία ήταν ήδη παντρεμένη με τον Ριβέρα. Παραδόξως, δεν έχει επιβιώσει καμία φωτογραφία του Μάρεϊ από εκείνο το ταξίδι, μόνο ένα σημείωμα που χάραξε εκείνη πάνω σε κέντημα: «Σε αγαπώ όπως θα αγαπούσα έναν άγγελο. Είσαι σαν κρίνος, αγάπη μου».
Σε σημείωμα που χάραξε εκείνη πάνω σε κέντημα έγραφε στον Μάρεϊ: «Σε αγαπώ όπως θα αγαπούσα έναν άγγελο. Είσαι σαν κρίνος, αγάπη μου»
Σε εκείνο το ταξίδι ξεκίνησε ένα ειδύλλιο ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες, που κράτησε δέκα χρόνια και στη διάρκεια του οποίου ο Μάρεϊ φωτογράφισε την Κάλο στο ατελιέ και στο σπίτι της, μαζί με φίλους και σε προσωπικές στιγμές, θρονιασμένη μέσα στα πολύχρωμα φορέματά της ή την ώρα που ζωγράφιζε τα αυτοπορτρέτα που καθόρισαν τη ζωή και την πολιτιστική κληρονομιά της.

Το παράξενο είναι ότι για τα πρώτα έξι χρόνια της σχέσης τους ο Μάρεϊ δεν τράβηξε την Κάλο ούτε μία φωτογραφία, καθώς το πρώτο πορτρέτο ανάγεται στο 1937. Ήταν στο σπίτι του κοινού τους φίλου, Covarrubia, στο Tizapan, όταν έβαλε στην κάμερά του ένα φιλμ Kodachrome και τράβηξε μερικές από τις πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες της Κάλο. Σε μια από αυτές, η ζωγράφος ακουμπά απαλά στον τοίχο, φορώντας φούξια πανωφόρι και λουλούδια στα μαλλιά, χαμογελώντας διακριτικά, με το ένα χέρι ακουμπισμένο αισθησιακά στο στέρνο της. Κάπως έτσι γεννιούνται τα πιο χαρακτηριστικά πορτρέτα στην ιστορία, μέσα από το πάθος και την οικειότητα.
Την επόμενη χρονιά η Julien Levy Gallery διοργάνωσε την πρώτη ατομική έκθεση της Κάλο στη Νέα Υόρκη, με τους Time και Vogue να την αναγνωρίσουν ως μια αυτόφωτη εικαστικό – όχι, απλώς, ως τη γυναίκα του Ριβέρα, όπως την περιέγραφαν στο παρελθόν. Τα εγκαίνια προσέλκυσαν την προσοχή των Georgia O’Keeffe και Isamu Noguchi, που επισφράγισαν τη φήμη της ως της δημιουργού που επαναπροσδιόρισε τόσο τον υπερρεαλισμό όσο και την παράδοση του αυτοπορτρέτου. «Δεν ξέρω αν οι πίνακές μου είναι υπερρεαλιστικοί», θα έλεγε η ίδια το 1952, «ξέρω όμως ότι είναι η πιο ειλικρινής προσωπική μου έκφραση».

Ο Μάρεϊ συνέχισε να φωτογραφίζει την Κάλο ακόμα και μετά το τέλος της ερωτικής σχέσης τους το 1941. Σε ένα από τελευταία πορτρέτα της, που τράβηξε το 1946 στην ταράτσα ενός κτιρίου του Μανχάταν, με το μπλε των φιόγκων στα μαλλιά της να συναντά τον ουρανό και το κόκκινο φόρεμά της να προκαλεί την γκριζάδα της Νέας Υόρκης, η Μεξικάνα χαμογελά και κοιτά τον Μάρεϊ με τρυφερότητα. «Η φωτογραφία, ευτυχώς, είναι για μένα όχι απλώς ένα επάγγελμα αλλά και ένας τρόπος επαφής με άλλους ανθρώπους» είπε κάποτε ο Μάρεϊ. «Ένας τρόπος να κατανοήσω την ανθρώπινη φύση και να αποτυπώσω, αν είναι εφικτό, τα καλύτερα στοιχεία στον κάθε έναν». Στην Κάλο λοιπόν βρήκε την ιδανική μούσα – μια γυναίκα που αντιμετώπιζε τον φακό και τον εαυτό της κατάματα, απελευθερωμένη από φόβο και ενοχές.
Δείτε περισσότερα πορτρέτα της Κάλο από τον Μάρεϊ:




Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram
κεντρική φωτό: «Η Φρίντα με σκουλαρίκια του Πικάσο», 1939, Nickolas Muray, Matthew Liu Fine Arts