Εκτός από κορυφαίος κωμικός, ο Κώστας Βουτσάς αποτελεί μία εμβληματική περίπτωση Έλληνα παλαιάς κοπής.
Παιδί προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, παιδί της Κατοχής, μεγάλωσε σε συνθήκες στέρησης αδιανόητες για τους νεότερους. Διδάχθηκε από τις φασκιές σχεδόν πως η επιβίωση δεν είναι διόλου δεδομένη υπόθεση. Πως για να προχωρήσεις στη ζωή πρέπει να μάθεις να στύβεις την πέτρα.
Φανταστείτε τα κότσια που έπρεπε να έχει κάποιος εκείνα τα χρόνια για να μην αρκεστεί σε ένα βρακί στον πισινό του και σε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του παρά να κυνηγήσει το όνειρό του. Και τι όνειρο! Για τους «κανονικούς» ανθρώπους, αστούς, εργάτες, πόσω δε μάλλον τους αγρότες, ηθοποιός σήμαινε τότε κοινωνικός παρίας. Ερημοσπίτης τρεχαγυρευόπουλος. Φύση τυχοδιωκτική, εκ των πραγμάτων άστατη.
Υπήρχαν -θα μου πείτε- τα «ιερά τέρατα» του Εθνικού Θεάτρου, νωρίτερα της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Η Κοτοπούλη, η Κυβέλη, η Ελένη Παπαδάκη, ο Βεάκης και ο Μινωτής... Ο Βουτσάς όμως δεν γαλουχήθηκε στους κύκλους τους. Η Θεσσαλονίκη απείχε πάρα πολύ από την Αθήνα κι ο νεαρός Κωνσταντίνος Σαββόπουλος (όπως είναι το αληθινό επίθετό του) δεν είχε καν την τύχη να ανήκει σε κάποια οικογένεια θεατρίνων. Όταν δε πρωτανέβηκε στο σανίδι, ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν ουσιαστικά στα σπάργανα. Ο Φιλοποίμην Φίνος -το μέγιστο λαγωνικό ταλέντων- έκανε ακόμα τα πρώτα του βήματα.
Ξεκίνησε, ο Βουτσάς από τα μπουλούκια. Τους πλανόδιους θιάσους που αποτέλεσαν την έμπνευση για το αριστούργημα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Τι σήμαινε ηθοποιός σε μπουλούκι; Να μπορείς να υποδύεσαι δεκάδες ρόλους ανά πάσα ώρα, αφού το ρεπερτόριο άλλαζε καθημερινά σχεδόν, από πιάτσα σε πιάτσα. Να διαθέτεις την προσαρμοστικότητα (υπάρχει μεγαλύτερο χάρισμα από αυτήν;) να παίζεις σε χάρτινα σκηνικά, με αντί κοστούμια ράκη, εμπρός σε καρέκλες καφενείου. Να ξέρεις ότι πιθανότατα θα αμειφθείς σε είδος - σε αβγά αντί για δραχμούλες. Κι αν το κοινό στραβώσει από την εξέλιξη του έργου κι αν έχεις την ατυχία να ενσαρκώνεις τον κακό της υπόθεσης, δεν θα διστάσουν να σε σφυρίξουν ή ακόμα και να σού πετάξουν σάπια λαχανικά.
Σε τέτοιες συνθήκες διαπλάστηκε ο Κώστας Βουτσάς. Η χαλκέντερη συνεπώς προσωπικότητά του, ο άσβεστος έρωτάς του γιά τη ζωή, η μνημειώδης αισιοδοξία του μόνο ανεξήγητες δεν είναι. Πλάι στο ταλέντο του -χάρη ίσως στο ταλέντο του- αποτελεί ένα ηλιοτρόπιο της χαράς.
Τον γνώρισα προσωπικά προ εικοσαετίας, συνεργαστήκαμε σε μιά τηλεοπτική σειρά βασισμένη σε ένα μυθιστόρημά μου. Ζωντάνεψε τον χαρακτήρα που είχα επινοήσει με θαυμαστή γλαφυρότητα και ακρίβεια. Διαβάζοντας διαγωνίως ένα σενάριο ήξερε από ένστικτο τι ακριβώς τού ζητούνταν να κάνει. Και το έκανε ταχύτατα, πρίμα βίστα σχεδόν, σεβόμενος ευλαβικά τον κόπο και τον χρόνο του συνεργείου. (Σε αυτό θυμίζει τον άλλο πηγαίο Βορειοελλαδίτη, τον Στράτο Διονυσίου, που ηχογραφούσε -λένε- τα τραγούδια μιά κι έξω...)
Στα διαλείμματα των γυρισμάτων, τού ζητούσα και μού έλεγε ιστορίες. Χαρακτηριστικό τής λεπτότητας τού ανδρός ότι ποτέ δεν έλεγε ονόματα κυριών. Δεν σού επέτρεπε ούτε να υποθέσεις καλά-καλά σε ποιάν αναφερόταν.
Από τις διηγήσεις του θα μοιραστώ μαζί σας την τρυφερότερη, την πιό αποκαλυπτική του χαρακτήρα του.
«... Είχαμε παίξει σε μιά κωμόπολη της Μακεδονίας, φτώχεια τότε και των γονέων, μόλις και μετά βίας μάς έδωσαν από ένα πιάτο μακαρόνια αλάδωτα. Άμα ήταν καλοκαίρι, δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα κοιμόμασταν στα παγκάκια της πλατείας. Μα είχε ψοφόκρυο. Χιόνιζε. Το χε στρώσει δέκα πόντους. Μάς σπλαχνίστηκε ο χανιτζής -«ξενοδοχείον» το’λεγε μα χάνι ήταν- και μάς παραχώρησε τρία-τέσσερα δωμάτια. Σε εμένα έτυχε το μικρότερο, η σοφίτα, τουλάχιστον δεν θα το μοιραζόμουν. Μπαίνω και τι να δω; Ράντζο ετοιμόρροπο, στρατιωτικού τύπου, και το χειρότερο σπασμένα τζάμια. Έμπαζε παγωνία. Έπεσα με τα ρούχα, σκεπάστηκα όπως-όπως με μιά σκορωφαγωμένη κουβέρτα και με κάτι εφημερίδες κι έκλεισα τα μάτια. Κροτάλιζαν τα δόντια μου ώσπου με πήρε ο ύπνος.... Στη μέση της νύχτας ξυπνάω από τη ζέστη. Μιά ξαφνική χόβολη άλλο πράγμα! «Αυτό ήταν» σκέφτομαι. «Πέθανα και πήγα στον παράδεισο...» Ανασηκώνομαι και τι να δω στο φως του φεγγαριού; Μισή ντουζίνα γάτες και γατάκια, οικογένεια ολόκληρη, είχαν τρυπώσει από το σπασμένο τζάμι κι είχαν κουρνιάσει και γουργούριζαν πάνω μου! «Σε αγαπάει ο Θεός, Κωστάκη!» είπα τότε στον εαυτό μου.»
Κι εμείς σάς αγαπάμε, κύριε Βουτσά.-
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram