
Η Ροζίτα Σώκου γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1923 και ήταν μία από τις πρώτες Ελληνίδες δημοσιογράφους με σημαντική πορεία στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Καλλιεργημένη κι ευγενής υπηρέτησε τη δημοσιογραφία ως κριτικός στον χώρο του κινηματογράφου, του θεάτρου και του μπαλέτου. Στο ευρύ κοινό έγινε γνωστή από την εκπομπή ταλέντων "Να η ευκαιρία" (1977-1983) της κρατικής τηλεόρασης, ως μέλος της κριτικής επιτροπής. Εκεί όπου ξεδίπλωσε την προσωπικότητά της και έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα τηλεοπτικά πρόσωπα στην Ελλάδα χάρη στην αμεσότητα και στη γλυκύτητά της.

Η Ροζίτα Σώκου φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών και στη Δραματική Σχολή Β. Ρώτα και σπούδασε κατόπιν λογοτεχνία στην Οξφόρδη. Άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την κινηματογραφική κριτική το 1947 και συνεργάστηκε με σημαντικές αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά, γράφοντας κυρίως κριτικές και άρθρα γνώμης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, στην οδό Μητροπόλεως, στο σπίτι του παππού της Φώτη Μιχαηλίδη που ήταν ο ένας από τους δύο ιδιοκτητές της βιομηχανίας ζυμαρικών ΜΙΣΚΟ. Ο πατέρας της Γιώργος Σώκος, καταγόταν από το Αιτωλικό και μάλιστα είχε κι εκείνος την "πετριά" με τα πολιτιστικά, καθώς έγραφε θεατρικά έργα κι επιθεωρήσεις, μολονότι έγινε αξιωματικός του Πεζικού. Ήταν μάλιστα εκείνος που της εμφύσησε το όνειρο της δημοσιογραφίας λέγοντάς της πως κάποτε "θα γίνεις δημοσιογράφος και θα μπεις στην Ένωση Συντακτών", όπως πράγματι συνέβη στην πορεία. Παράλληλα, ο παππούς της ήταν λάτρης του κινηματογράφου και του θεάτρου και κάθε Σαββατοκύριακο έπαιρνε την εγγονή του και έβλεπαν μαζί κινηματογραφικά έργα και παραστάσεις.
Ήταν μάλιστα εκείνος που της εμφύσησε το όνειρο της δημοσιογραφίας λέγοντάς της πως κάποτε "θα γίνεις δημοσιογράφος και θα μπεις στην Ένωση Συντακτών", όπως πράγματι συνέβη στην πορεία. Παράλληλα, ο παππούς της ήταν λάτρης του κινηματογράφου και του θεάτρου και κάθε Σαββατοκύριακο έπαιρνε την εγγονή του και έβλεπαν μαζί κινηματογραφικά έργα και παραστάσεις.
Η Ροζίτα μεγάλωσε στο Χαλάνδρι κι στη συνέχεια στο Ψυχικό ανάμεσα σε βιβλία και πληθώρα πνευματικών ερεθισμάτων. Μάλιστα, αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής εκείνη γνώρισε πολλούς καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και την επαγγελματική της πορεία. Η ίδια σημειώνει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία της, "Ο αιώνας της Ροζίτας" (εκδ. Πανός): "Θυμάμαι την Κατοχή ως την ομορφότερη περίοδο της ζωής μου. Την πιο ζωντανή και δημιουργική, τότε που γεννήθηκαν και στέριωσαν οι καλές φιλίες, που αναπτύχθηκαν μυαλό και καρδιά".

Τον Μάρτη του 1944 έζησε μάλιστα έναν μεγάλο πλατωνικό έρωτα με τον μουσικό Γιάννη Ξενάκη, για τον οποίο είχε γράψει: "Αντίκρυσα για πρώτη φορά τον Γιάννη Ξενάκη στη σχολή του Ρώτα κι έμεινα με ανοιχτό το στόμα γιατί ωραιότερο πλάσμα δεν είχα δει ποτέ μου, πιο εκθαμβωτικό, στην πεινασμένη εκείνη Ελλάδα της Κατοχής". Μολονότι στάθηκε σταθμός στη ζωή της και του όφειλε πολλά για τις μουσικές γνώσεις που απέκτησε, το ειδύλλιό τους δεν προχώρησε.
Επιστρέφοντας από την Οξφόρδη, όπου σπούδασε λογοτεχνία, άρχισε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Η πρώτη της κριτική κινηματογράφου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Οι Καιροί", ενώ στη συνέχεια συνεργάστηκε με τις εφημερίδες "Ανεξαρτησία", "Βραδυνή" κι έπειτα στην Καθημερινή. Στην αρχή άρχισε να επισκέπτεται το Φεστιβάλ της Βενετίας και των Καννών με δικά της έξοδα, όμως στη συνέχεια άρχισε να εργάζεται επίσημα ως ανταποκρίτρια.

Ήταν από τις πρώτες γυναίκες και μάλιστα κατόρθωσε αμέσως να αποκτήσει διεθνείς γνωριμίες στο καλλιτεχνικό στερέωμα και να έχει την άνεση να μιλάει ακόμα και στον Ομάρ Σαρίφ. "Ξέρετε τι σήμαινε να ετοιμάζεις με τη μοδιστρούλα της γειτονιάς δύο βραδινά φορέματα που θα σου επέτρεπαν να μπεις στη μεγάλη αίθουσα, σε εσένα το απένταρο, μετακατοχικό δημοσιογραφάκι, για να καθίσεις πλάι στον Αλί Χαν και να κάνεις κόρτε με τον Ομάρ Σαρίφ!", γράφει στο βιβλίο της.
Στο Φεστιβάλ των Καννών γνώρισε μάλιστα και τον μετέπειτα σύζυγό της, τον Ιταλό κριτικό κινηματογράφου Μάνλιο Μαραντέϊ, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1957 και τον ακολούθησε για κάποια χρόνια στη Ρώμη, όπου και γέννησε την κόρη τους Ιρένε, για να επιστρέψουν έπειτα στην Ελλάδα, όπου και έζησε έκτοτε, διοργανώνοντας κάθε Κυριακή τις περίφημες βεγγέρες της στο σπίτι της με ανθρώπους της Τέχνης και του πνεύματος.
Εικόνες: NDP Photo Agency