Παραμονή Χριστουγέννων, στο υπόγειο ενός σπιτιού, σ’ έναν παραθαλλάσιο οικισμό στα βόρεια του Δουβλίνου, ενώ έξω μαίνεται η καταιγίδα, τέσσερεις φίλοι κι ένας μυστηριώδης ξένος θα περάσουν τη νύχτα γιορτάζοντας με τον τρόπο που ξέρουν: παίζοντας χαρτιά και πίνοντας.
Ο Σάρκυ έχει επιστρέψει μετά από καιρό, για να προσέχει τον Ρίτσαρντ, τον μεγαλύτερο αδελφό του, που τυφλώθηκε πρόσφατα. Στη γιορτινή βραδιά είναι μαζί τους ο Ιβάν κι ο Νίκυ, δύο αδελφικοί τους φίλου, και συνοδοιπόροι στο ποτό και τις αποτυχίες της ζωής. Κι ένας ακόμη απρόσκλητος επισκέπτης, ο κύριος Λόκχαρτ, που κανείς δεν τον γνωρίζει, ενώ εκείνος μοιάζει να γνωρίζει πολλά.
Πώς βγήκε από τη φυλακή ο Σάρκυ δεκαεπτά χρόνια πριν; Πώς κέρδισε ο Ιβάν τη βάρκα στα χαρτιά; Τι έγινε με τη φωτιά στο ξενοδοχείο; Πώς τυφλώθηκε ο Ρίτσαρντ; Πόσες προσπάθειες χρειάστηκαν για να πεθάνει ο Μώρις Μάκεν; Τι βάζει στο παιχνίδι ο κύριος Λόκχαρτ και ποιoς θα τον ξεπληρώσει;
Ενώ η νύχτα βαθαίνει κι η καταιγίδα θριαμβεύει, οι πέντε άντρες θα παίξουν την παρτίδα μέχρι το τέλος, ποντάροντας όλο και περισσότερα: μια πιθανότητα να ξεφύγουν απ’ το παρελθόν τους. Και μια τελευταία ευκαιρία να σώσουν την ψυχή τους.
Αυτή είναι η ιστορία ενός δυνατού, σύγχρονου έργου με την υπογραφή του βραβευμένου Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Κόνορ Μακφέρσον. Ο Φάρος όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά το "Seafarer" του 2006 έρχεται αυτό το φθινόπωρο στο θέατρο Αθηνών για να «αντικαταστήσει» έναν εξαιρετικά πετυχημένο «Θεό της Σφαγής», το ε θεατρικό της Γιασμίνα Ρέζα, με τους Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Στεφανία Γουλιώτη και Λουκία Μιχαλοπούλου. Τώρα την θέση των δύο γυνακών στον θιάσο που ανεβαίνει για ακόμα μία χρονιά στην ίδια στέγη υπό τις σκονοθετικές οδηγίες του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη παίρνουν τρείς άντρες. Ο Νίκος Ψαράς, ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος.
Ήταν πριν από περίπου 4 χρόνια όταν ένας άλλος Ιρλανδός, ο Μάρτιν ΜακΝτόνα έγινε η αιτία για να συμβεί κάτι εξαιρετικά σπάνιο για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα. Τεράστιοι αριθμοί θεατών στήθηκαν στην ουρά, έξω από το θέατρο Αθηνών για ένα εισιτήριο. Σύμφωνα με τα νούμερα και τα στατιστικά που αφορούν στις επισκεψιμότητα ελληνικών θεαμάτων, τις τρεις σεζόν που «Ο Πουπουλένιος» παίχτηκε στη σκηνή του θεάτρου Αθηνών την παράσταση παρακολούθησαν περισσότεροι άνθρωποι απ' όσοι αγόρασαν εισιτήριο διαρκείας για τους αγώνες του Ολυμπιακού. Κι όλο αυτό σε μία εποχή που θεατρόφιλοι και δημιουργοί παραπονιόνται για το φαινόμενο της απομάκρυνσης του κοινού από τις αίθουσες. Σε μία Ελλάδα που κατά κοινή ομολογία «δεν βλέπει θέατρο», ένας πικρόγλυκος Πουπουλένιος σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, ένα έργο δύσκολο σε πρώτη ανάγνωση, αλλά βαθιά απολαυστικό και διασκεδαστικό αν το παρακολουθήσεις σωστά, κατάφερε να δημιουργήσει γύρω του μία μικρή φρενίτιδα.
Μεγάλο το στοίχημα άρα και φέτος μετά από ένα σερί δύο πολύ διαφορετικών μεταξύ τους παραστάσεων. Οι μόνοι σταθεροί συντελεστές οι εξής δύο: ο πιο ταλαντούχος ίσως ηθοποιός της γενιάς του και σίγουρα το πρόσωπο που συζητήθηκε όσο λίγα το καλοκαίρι που μας πέρασε, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που θέλει να κερδίσει εκτός από το ήδη κερδημένο στοίχημα της υποκριτικής και αυτό της σκηνοθεσίας. Όσο για τον ίδιο τον «Φάρο» κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι είναι αυτό που θα αντιμετωπίσει. Είναι δράμα; Είναι θρίλερ; Είναι μαύρη κωμωδία; Είναι μία ανατριχιαστική ιστορία μυστήρίου και άψογο ψυχογράφημα την ίδια ακριβώς στιγμή; Στις 4 Οκτωβρίο που θα σηκωθεί η αυλαία ίσως να ξέρουμε. Ίσως πάλι και όχι. Έτσι κι αλλιώς, στη σκιά μίας τέτοιας καλλιτεχνικής υπόστασης οποιαδήποτε ταμπέλα μοιάζει λίγη και περιττή.