
Πριν από λίγο καιρό το Λούβρο στο Παρίσι αναγκάστηκε να αποχωριστεί για αρκετούς μήνες την πανέμορφη Νίκη της Σαμοθράκης προκειμένου το αριστουργηματικό γλυπτό της Ελληνιστικής Εποχής να συντηρηθεί και να «φρεσκαριστεί» πριν πάρει ξανά την θέση του στον κορυφή στης επιβλητικής μαρμάρινης σκάλας του εμβληματικού μουσείου. Όταν το άγαλμα επέστρεψε πολλοί έμειναν με το στόμα ανοικτό, όχι όμως από θαυμασμό αλλά περισσότερο από την έκπληξη που αισθάνθηκαν μπροστά στο γεγονός ότι το άγαλμα, στα πλαίσια της συντήρησης, είχε καθαριστεί υπερβολικά πολύ, έχοντας χάσει όλη την γοητευτική πατίνα τόσων και τόσων αιώνων. Η Νίκη της Σαμοθράκης ήταν πια μία άλλη, πεντακάθαρα, ολόλευκη, σα να είχε μόλις κατασκευαστεί.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μία μακριά συζήτηση σχετικά με το αν η συγκεκριμένη κίνηση των συντηρητών και των υπεύθυνων του μουσείου είχε την οποιαδήποτε λογική, αν η προσπάθεια να τα κάνουμε όλα καινούργια και σύχρονα είναι εν τέλει προβληματική, το debate συνεχίζεται ακόμα και μάλλον θα αποκτήσει άλλη διάσταση τώρα που τα έργα για την κατασκευή ενός παραρτήματος του Λούβρου στο Άμπου Ντάμπι έχουν ολοκληρωθεί.

Το συγκεκριμένο παράρτημα βρίσκεται στο νησί Σααντιγιάτ, μέσα στην πρωτεύουσα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, έχει την υπογραφή του Γάλλου αρχιτέκτονα Ζαν Νουβέλ και είναι ένα βήμα πριν ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό στις 11 Νοεμβρίου, ενώ στα εγκαίνια θα παραβρεθεί και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Και κάπου εδώ ξεκινάει η συζήτηση: ποια είναι η σημειολογία πίσω από ένα «παράρτημα» του Λούβρου; Μπορεί να γίνει francise ένα μουσείο σαν κι αυτό; Και τι συμβαίνει τελικά στην πολιτιστική ταυτότητα των πραγμάτων που μέσα στα πλαίσια της δημοτικότητας τους καταλήγουν να παγκοσμιοποιούνται αδιακρίτως και γίνονται προϊόν προς εξαγωγή; Και πάνω απ' όλα, μπορεί να υπάρξει Λούβρο εκτός Παρισιού κι αν ναι τι Λούβρο θα είναι αυτό;
Οι άνθρωποι πίσω από την σύλληψη της ιδέας του παραρτήματος έχουν ένα αρκετά δυνατό και επίκαιρο αντιεπιχείρημα. Σύμφωνα με την υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας, Φρανσουάζ Νισέν «Το μουσείο αυτό αποτελεί την «κοινή απάντηση του Παρισιού και του Αμπού Ντάμπι σε μια στιγμή που ο πολιτισμός δέχεται επίθεση». Με λίγα λόγια, αυτή είναι η προσπάθεια της μεγάλης Αραβικής χώρας να φέρει τους κατοίκους τους πιο κοντά στον Δυτικό πολιτισμό δίνοντας τους μία πραγματική ευκαιρία να τον καταλάβουν, να τον αγαπήσουν και κα' επέκταση να κατανοήσουν πώς κάτι τόσο όμορφο δεν είναι ο εχθρός.
Στις 23 μόνιμες γκαλερί θα εκτεθούν 600 έργα τέχνης, των οποίων τα 300 αποτελούν δανεισμό 13 γαλλικών μουσείων για τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του.

Ανάμεσα στα δάνεια αυτά θα είναι η ελαιογραφία σε ξύλο «La Belle Ferronnière» του Λεονάρντο ντα Βίντσι που θα μεταφερθεί από το Μουσείο του Λούβρου, «Ο Βοναπάρτης διασχίζει τις ‘Αλπεις» του Ζαν-Λουί Νταβίντ (Βερσαλλίες) και η «Αυτοπροσωπογραφία» του Βίνσεντ Βαν Γκογκ (Μουσείο Ορσέ)
Όμως η μεγάλη πλειονότητα των έργων θα αναφέρεται στην αρχαία ιστορία των πολιτισμών και των θρησκειών που απεικονίζεται κυρίως από την έκθεση ενός φύλλου του Μπλε Κορανίου, μιας Βίβλου στη γοτθική γλώσσα και μιας Πεντατεύχου, καθώς και βουδιστικών και ταοϊστικών κειμένων.

Την ίδια στιγμή και ο πρόεδρος της Αρχής Τουρισμού και Πολιτισμού του Αμπού Ντάμπι προσπάθησε να εξηγήσει την λογική του παραρτήματος λέγοντας ότι ο κύριος σκοπός είναι να σταλεί «ένα μήνυμα ανοχής», δήλωσε ο Μοχάμεντ Χαλίφα αλ Μουμπάρακ, πρόεδρος της Αρχής Τουρισμού και Πολιτισμού του Αμπού Ντάμπι. Δίπλα στο Λούβρο, δύο ακόμη μουσεία –το Γκούγκενχαϊμ και το Ζαγιέντ– θα δουν το φως στο νησί Σααντιγιάτ, γεγονός που δείχνει τη σημασία που δίνουν οι τοπικές αρχές στην ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού στην καρδιά του Κόλπου, μεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης.
Το έργο είναι το αποτέλεσμα διακυβερνητικής συμφωνίας που υπογράφηκε το 2007 ανάμεσα στο Παρίσι κα το Αμπού Ντάμπι διάρκειας 30 ετών, που προβλέπει ότι η Γαλλία θα προσφέρει την εμπειρογνωμοσύνη της, θα δανείσει έργα τέχνης και θα οργανώσει προσωρινές εκθέσεις έναντι ενός δισεκατομμυρίου ευρώ.