
Τον Αύγουστο του 1965 γεννήθηκαν δύο υγιέστατα δίδυμα αγοράκια, ο Μπρους και ο Μπράιαν. Όλα κυλούσαν ομαλά, ωστόσο τα μωρά έξι μήνες μετά τη γέννησή τους παρουσίασαν φίμωση η οποία τους προκαλούσε πρόβλημα στην ούρηση. Οι γιατροί πρότειναν στους γονείς να κάνουν περιτομή στα δύο αγόρια ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Έτσι κι έγινε.
Η περιτομή έγινε με μία νέα μέθοδο καυτηριασμού του σημείου, η οποία υποσχόταν ταχύτερη ανάρρωση. Στην επέμβαση του Μπράιαν όλα πήγαν καλά. Όχι όμως και σε αυτή του Μπρους. Το παιδί υπέστη σοβαρό έγκαυμα στο πέος του το οποίο δεν μπορούσε να θεραπευτεί. Οι γονείς απελπίστηκαν μιας και συνειδητοποίησαν ότι το αγόρι τους δεν θα έχει ποτέ σεξουαλική ζωή. Απεύθυνθηκαν σε δεκάδες γιατρούς οι οποίοι τους επιβεβαίωσαν τα άσχημα νέα.
Κάποια στιγμή, είδαν στην τηλεόραση το διαφημιστικό σποτ του ψυχολόγου, Τζον Μάνεϊ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι μπορεί να επαναπροσδιορίσει το φύλο ενός ανθρώπου μιας και το φύλο και ο σεξουαλικός προανατολισμός είναι ένα εύπλαστο κοινωνικό κατασκεύασμα που μπορεί να επηρεαστεί από την ανατροφή του κάθε παιδιού. Οι γονείς επισκέφθηκαν τον γιατρό, ο οποίος πρότεινε να μεγαλώσουν τον μικρό Μπρους ως κορίτσι.
Σε ηλικία μόλις 21 μηνών, ο Μπρους υποβλήθηκε σε εγχείριση αλλαγής φύλου. Έγινε εκτομή των γεννητικών του οργάνων και δημιουργήθηκε ένα τεχνητό αιδοίο. Όλα ήταν έτοιμα ώστε ο κόσμος να καλωσορίσει την μικρή Μπρέντα, όπως συμφώνησαν να φωνάζουν το παιδί, μετά την επέμβαση. Οι γονείς της ορκίστηκαν όιτι δεν θα της αποκάλυπταν ποτέ την αλήθεια. Ωστόσο τα πρώτα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν.
Έγινε εκτομή των γεννητικών του οργάνων και δημιουργήθηκε ένα τεχνητό αιδοίο. Όλα ήταν έτοιμα ώστε ο κόσμος να καλωσορίσει την μικρή Μπρέντα, όπως συμφώνησαν να φωνάζουν το παιδί, μετά την επέμβαση. Οι γονείς της ορκίστηκαν όιτι δεν θα της αποκάλυπταν ποτέ την αλήθεια. Ωστόσο τα πρώτα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν.
Τα δύο αδέρφια επισκέπτονταν τον γιατρό μια φορά τον χρόνο, ενώ εκείνος δημοσίευε άρθρα μιλώντας για την τεράστια ιατρική του επιτυχία. Ο Μάνεϊ, στις συνεδρίες που είχε με τα αδέρφια τα ανάγκαζε να βγάζουν τα ρούχα τους και να παίρνουν σεξουαλικές στάσεις. Θεωρούσε ότι η συγκεκριμένη πρακτική θα βοηθούσε στην ομαλή ανάπτυξη της σεξουαλικής τους ταυτότητας. Τα παιδιά άρχισαν να δυσανασχετούν, ενώ η Μπρέντα, σε ηλικία 13 ετών, ανακοίνωσε στους γονείς της ότι αν ξαναδεί τον Μάνεϊ θα αυτοκτονήσει.
Οι γονείς υπέφεραν από τύψεις. Η μητέρα έπαθε κατάθλιψη και ο πατέρας έγινε αλκοολικός. Στο σχολείο η Μπρέντα δεχόταν καθημερινά τις προσβολές των συμμαθητών της, εξαιτίας της εμφάνισης αλλά και του τρόπου που περπατούσε. Τελικά, αποφάσισαν να της πουν την αλήθεια. Η Μπρέντα δικαιώθηκε και συνειδητοποίησε ότι δεν είναι τρελή. Ζήτησε να τη φωνάζουν Ντέιβιντ και ξεκίνησε διαδικασίες για να αποκτήσει ξανά τη χαμένη σεξουαλική της ταυτότητα. Έκανε ενέσεις τεστοστερόνης, προχώρησε σε μαστεκτομή αλλά και δύο επεμβάσεις φαλλοπλαστικής.
Ζήτησε να τη φωνάζουν Ντέιβιντ και ξεκίνησε διαδικασίες για να αποκτήσει ξανά τη χαμένη σεξουαλική της ταυτότητα. Έκανε ενέσεις τεστοστερόνης, προχώρησε σε μαστεκτομή αλλά και δύο επεμβάσεις φαλλοπλαστικής.
Το 1990 και σε ηλικία 25 ετών, γνώρισε την Τζέιν Φοντάνε. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και υιοθέτησαν τρία παιδιά. Παράλληλα ξεκίνησε μάχη κατά του γιατρού Μάνεϊ, ο οποίος χρησιμοποιούσε την περίπτωσή του για να πείσει κι άλλους γονείς να προχωρήσουν σε επεμβάσεις αλλαγής φύλου στα μωρά τους. Τα ψυχολογικά προβλήματα και τα τραύματα ήταν ωστόσο τεράστια. Το 2002, ο αδερφός του Μπράινα, μην αντέχοντας να παλεύει με τα βιώματα του παρελθόντος, πέθανε από υπερβολική δόση χαπιών. Είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια. Αυτό επηρέασε βαθιά τον Ντέιβιντ, του οποίου ο γάμος περνούσε κρίση.
Η Φοντάνε δεν άντεξε την ψυχική κατάσταση του συζύγου της και του ζήτησε να χωρίσουν. Δύο μέρες μετά, ο Ντέιβιντ πήγε σε ένα πάρκινγκ, έστρεψε την καραμπίνα στον κρόταφό του και αυτοκτόνησε. Ήταν 38 ετών.