Ο Κίνσκι ξεκίνησε την καριέρα του στη σκηνή και σε μικρούς ρόλους σε γερμανικές ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ενώ σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του υπήρξε δευτερεύον παίκτης σε δεκάδες ταινίες, όπως ο "Δρ Ζιβάγκο" και το "The Little Drummer Girl". Αλλά στους άλλους ρόλους του δεν πέτυχε ποτέ τον καλλιτεχνικό σεβασμό ή την προβολή στην οθόνη που είχε με τον Χέρτσογκ. Το 1989, έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε σε μια ταινία που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, το "Paganini", μια σεξουαλικά ξεκάθαρη βιογραφία του ρομαντικού βιολιστή και συνθέτη.
Ο Κίνσκι συνέχισε να καταθέτει τα διαπιστευτήριά του στις ταινίες του Χέρτζογκ "Βόιτσεκ" ("Woyzeck", 1979), "Νοσφεράτου: Ο Δράκουλας της Νύχτας" ("Nosferatu: Phantom der Nacht", 1979) και "Φιτζκαράλντο: Ο Τυχοδιώκτης του Αμαζονίου" ("Fitzcarraldo", 1982), αλλά και στο πολιτικό θρίλερ "Η μικρή τυμπανίστρια" ("Little Drummer Girl", 1984), που γύρισε ο Τζορτζ Ρόι Χιλ και είναι βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ.
"Όταν υποδύομαι έναν χαρακτήρα, ακόμη και αν είναι το πιο απεχθές πρόσωπο στον κόσμο, γίνομαι αυτός για όλη τη διάρκεια της παραγωγής" είχε πει Κίνσκι το 1979. Στην προσωπική του ζωή και στους ρόλους του στην οθόνη, καλλιέργησε την εικόνα ενός ηδονιστή που αψηφούσε τις κοινωνικές συμβάσεις. Η αυτοβιογραφία του, "All I Need Is Love: A Memoir", ήταν ένας αδιαμαρτύρητος κατάλογος σεξουαλικών κατακτήσεων γυναικών και έφηβων κοριτσιών, καθώς και χρήσης ναρκωτικών και αλκοόλ.
Η Random House αγόρασε τα αμερικανικά δικαιώματα του βιβλίου από τον Κίνσκι για 80.000 δολάρια και το εξέδωσε τον Δεκέμβριο του 1988. Ωστόσο, το βιβλίο ανακλήθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες, όταν η Random House ανακάλυψε ότι ο δυτικογερμανός εκδότης της, και όχι ο Κίνσκι, κατείχε τα δικαιώματα για μέρος του υλικού.
Ο Κίνσκι, το όνομα του οποίου αρχικά ήταν Nikolaus Gunther Nakszynski, γεννήθηκε στην Πολωνία το 1926, αν και η οικογένεια μετακόμισε στη Γερμανία όταν ήταν μικρός. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατατάχθηκε στον γερμανικό στρατό σε ηλικία 16 ετών και τη δεύτερη ημέρα της μάχης του αιχμαλωτίστηκε στην Ολλανδία. Πέρασε το υπόλοιπο του πολέμου σε βρετανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου.
Παντρεύτηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1950. Η δεύτερη σύζυγός του, η Ρουθ Μπριζίτ Τόκι, ήταν η μητέρα της κόρης του, της ηθοποιού Ναστάσια Κίνσκι. Με την τρίτη σύζυγό του, Minhoi Wiggers, απέκτησαν έναν γιο, τον Nικολάι.
"Ο Κλάους Κίνσκι με βίαζε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας",
"Ως παιδί έπρεπε πάντα να κρατάω το στόμα μου κλειστό γιατί πάντα με απειλούσε. Και ήμουν εξαρτημένη από αυτόν, από την αγάπη του".
Πρόσθεσε ότι ο πατέρας της της είχε πει ότι η συμπεριφορά του ήταν απολύτως φυσιολογική. "Είπε ότι σε όλο τον κόσμο οι πατέρες κάνουν το ίδιο πράγμα με τις κόρες τους".
Τον αποκαλούσε "Μπάμπο". Ήταν ο θρυλικός Κλάους Κίνσκι, ο πιο διάσημος Γερμανός ηθοποιός της γενιάς του. Εκείνη ήταν η Πόλα, η όμορφη κόρη του, το πρώτο του παιδί. Από τότε που η Πόλα θυμάται τον εαυτό της, ο πατέρας της – μανιωδώς έντονος, ενοχλητικά χαρισματικός, συναισθηματικά υπερβολικός – την κατακλύζει με την προσοχή του. Της έδινε ακριβά δώρα, την έντυνε με τα πιο όμορφα ρούχα, την κολάκευε με παθιασμένες φιλοφρονήσεις. Η μικρή Πόλα ήταν πάντα "η πριγκίπισσά μου", "η κούκλα μου", "το αγαπημένο μου παιδί", για το οποίο ο Κίνσκι επέμενε ότι δεν μπορούσε να ζήσει ούτε λεπτό χωρίς αυτό. Αν ήταν χώρια, μπορεί να της τηλεφωνούσε δώδεκα φορές την ημέρα. Όπου κι αν βρισκόταν στον κόσμο, της έστελνε καρτ ποστάλ. "Πεθαίνω από λαχτάρα για σένα, άγγελέ μου" έγραφε.
Στο βιβλίο της "Kindermund, or Child’s Mouth" η Πόλα Κίνσκι αναλύει με γραφικές λεπτομέρειες την κακοποίηση από τον πατέρα της, ο οποίος πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1991. Περιγράφει πόσο διχασμένη ένιωθε ανάμεσα στο να θέλει να τον ευχαριστήσει και στο να θέλει να απορρίψει τις προτάσεις του. "Τα αισθήματα ενοχής με βασανίζουν" λέει. "Ότι τον απογοήτευσα, ότι τον άφησα ποτέ να το κάνει. Κλαίω ακατάσχετα. Γράφω το βιβλίο γι’ αυτό, γιατί δεν μπορώ να αντέξω άλλο το γεγονός ότι ένα άτομο του οποίου το φωτοστέφανο μεγαλώνει από χρόνο σε χρόνο δοξάζεται με αυτόν τον τρόπο".
Η Πόλα Κίνσκι, το 2013, λέει ότι ο ηθοποιός, ο οποίος πέθανε το 1991, την υπέβαλε σε 14 χρόνια σεξουαλικής κακοποίησης και βίας από την ηλικία των πέντε ή έξι ετών.
Σε συνέντευξή της, η Πόλα Κίνσκι δήλωσε ότι ο πατέρας της, γνωστός ως πρωταγωνιστής σε ταινίες του σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτζογκ, τη βίαζε επανειλημμένα επί 14 χρόνια.
"Εκείνος άρχισε να με αγγίζει και να με φιλάει με ανοιχτό στόμα όταν ήμουν αρκετά μικρή, περίπου πέντε ή έξι ετών" δήλωσε στο περιοδικό Stern σε συνέντευξή της που δημοσιεύθηκε το 2013 συνοδεύοντας την αυτοβιογραφία της, η οποία εκδόθηκε στη Γερμανία.
Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του ο αυτοδίδακτος ηθοποιός που έγινε κάτι σαν γερμανικός θρύλος, δεν είναι σε θέση να απαντήσει στους ισχυρισμούς. Αλλά η κόρη του δήλωσε ότι αφού πέρασε χρόνια ζώντας με τον φόβο ότι κανείς δεν θα την πίστευε, αποφάσισε τελικά να σπάσει τη σιωπή της.
Η Πόλα Κίνσκι, 71 ετών σήμερα, ζει στη Γερμανία και είναι επίσης ηθοποιός. Είπε ότι υπέστη επί χρόνια σωματική και λεκτική κακοποίηση από τον πατέρα της, η συμπεριφορά του οποίου, όπως είπε, ήταν συχνά απειλητική.
Αλλά και η μικρή του κόρη Ναστάζια είχε μιλήσει πολλές φορές για την κακοποιητική του συμπεριφορά. Από μικρή φρόντιζε τη μαμά της, η οποία ενόσω ζούσε με τον ηθοποιό, πατέρα της, Κλάους Κίνσκι, της απαγορευόταν να δουλέψει, ούτε καν να βγει από το σπίτι. Και της ίδιας της Ναστάζια εξάλλου. Ήταν έγκλειστες. Χρόνια μετά, θα ομολογήσει: "Δεν πρέπει να μιλάμε για τον πατέρα μου. Δεν πρέπει να τον ονοματίζουμε". Ήταν ένας τερατώδης ηθοποιός κι ένα ανθρώπινο τέρας, που πέθανε πιστεύοντας πως είναι θεός. Και, όπως όλοι ξέρουν, ο Θεός δεν γνωρίζει όρια, ούτε απαγορεύσεις.