To 1964 o Kenzo Takada έφτασε από την Ιαπωνία στον σιδηροδρομικό σταθμό Gare de Lyon του Παρισιού με πολλά όνειρα και όρεξη για δουλειά. Στην αρχή η πόλη του φάνηκε «σκοτεινή» και «θαμπή» όπως θα εξομολογηθεί ο ίδιος σε μεταγενέστερη συνέντευξη του. Μόλις, όμως, το ταξί που τον μετέφερε στο μικρό του ξενοδοχείο διέσχισε τον δρόμο μπροστά από την Παναγία των Παρίσιων, ολόκληρη η γαλλική πρωτεύουσα με όλες τις ομορφιές και τη θέρμη της τρύπωσε μέσα στην καρδιά του.
Γεννημένος στη μικρή πόλη Himeji της Ιαπωνίας στις 27 Φεβρουαρίου του 1939, ο Kenzo Takada χρειάστηκε να συγκρουστεί με τους γονείς τους που δεν ήθελαν με τίποτα ο γιος τους να σπουδάσει σχέδιο μόδας. Τελικά δέχθηκε να σπουδάσει λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Kobe, μόνο και μόνο για τους ευχαριστήσει, αλλά γρήγορα τα παράτησε και έδωσε εξετάσεις στο Bunka Fashion College του Τόκιο για να γίνει ένας από τους πρώτους άντρες σπουδαστές στην ιστορία της Ακαδημίας.
Το ταξίδι του για το όνειρο, το όμορφο Παρίσι, για το οποίο διάβαζε στα βιβλία που αγαπούσε, ήταν μακρύ και δύσκολο. Με βάρκα πέρασε στη Σαγκαπούρη και από εκεί ταξίδεψε με πλοίο μέχρι τη Βομβάη της Ινδίας και από εκεί στην Ισπανία. Εκεί πήρε το τρένο που τον οδήγησε μήνες μετά στη γαλλική πρωτεύουσα.
H επίσημη ανακοίνωση του οίκου Kenzo:
Για να κερδίσει χρήματα ο νεαρός Takada ξεκίνησε να πουλάει σχέδια με πατρόν ρούχων σε μεγάλους οίκους μόδας για 25 γαλλικά φράγκα το κομμάτι. Όλο αυτό ήταν κάτι το προσωρινό μέσα στο μυαλό, άλλωστε δεν σχεδίαζε να μείνει στο Παρίσι για περισσότερο από 6 μήνες. Έμεινε τελικά 56 ολόκληρα χρόνια.
Σήμερα ολόκληρος ο πλανήτης της μόδας και ο καλλιτεχνικός κόσμος πενθούν τον χαμό ενός από τους σπουδαιότερους σχεδιαστές που είδε ο κόσμος τον 20ο αιώνα, έναν αληθινό πρωτοπόρο, όπως τον είχαν χαρακτηρίσει στην εποχή του, αλλά και μία έντονη, ευγενική ψυχή που αγαπούσε να προσφέρει και να ομορφαίνει με τις εκσυχρονισμένες ιδέες του τον κόσμο.
«Η μόδα είναι σαν το φαγητό», συνήθιζε να λέει. «Ποτέ δεν πρέπει να μένεις κολλημένος στο ίδιο μενού». Και πράγματι μετά την άφιξη του στο Παρίσι πριν από περίπου 6 δεκαετίες τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο στην παγκόσμια μόδα.
Πολλοί υποστηρίζουν πως το μυστικό της τεράστιας επιτυχίας του ήταν το γεγονός ότι κρυβόταν κάτι βαθιά προσιτό σε όλα τα σχέδια του. Το κοινό μπορούσε να τα αντικρύσει, να τα αισθανθεί, να τα αγαπήσει. Σε προσωπική του συνέντευξη το 1972 ο Takada, ή απλώς Kenzo όπως προτιμούσε να τον αποκαλούν, είχε πει πως κατά τη γνώμη του «Η μόδα δεν είναι για τους λίγους. Η μόδα είναι για όλους τους ανθρώπους και είναι λάθος να την αντιμετωπίζουμε με τόση βαρύτητα και σοβαρότητα».
«Είχα σκοπό να φύγω από το Παρίσι, αλλά ήθελα πρώτα να πετύχω κάτι», είχε πει ο Kenzo. Και αυτό το κάτι που ήθελε να πετύχει ήταν να καταφέρει να ανοίξει μία μπουτίκ με ρούχα σε ένα σημείο της πόλης όπου δεν υπήρχαν μπουτίκ με ρούχα. Περίπου 6 χρόνια μετά την άφιξη του στην πόλη του Φωτός και ενώ βρισκόταν σε μία υπαίθρια αγορά έπιασε κουβέντα με μία γυναίκα η οποία προσφέρθηκε να του νοικιάσε σε πολύ χαμηλή τιμή ένα μικρό μαγαζί στη στοά Galerie Vivienne. Εκείνος δέχθηκε και συγκεντρώνοντας τα ελάχιστα χρήματα που είχε στην άκρη αγόρασε μερικά διαφορετικά μεταξύ τους υφάσματα από την τοπική αγορά της Μονμάρτης. Και κάπως έτσι γεννήθηκε μία ποικιλόμορφη, ζωηρή, ζωνταντή, ετερόκλητη συλλογή, η πρώτη συλλογή της ζωής του,
«Όταν άνοιξα το πρώτο μου μαγαζί σκέφτηκά ότι δεν είχε κανένα απολύτως νόημα να κάνω ό,τι έκαναν όλοι οι Γάλλοι σχεδιαστές γιατί ήξερα ότι δεν μπορώ να το κάνω το ίδιο καλά. Οπότε ξεκίνησα να κάνω τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο, χρησιμοποιώντας υφάσματα για κιμονό κι άλλες ιαπωνικές επιρροές μου».
Από τότε, η ολόδικη του αισθητική, η ξεχωριστή ικανότητα του να συνδυάζει χρώματα και ύφες, σχέδια και εντάσεις έγινε το απόλυτο σήμα κατατεθέν του. Η μεγάλη επιτυχία του άνοιξε σιγά-σιγά τις πόρτες και σε άλλους Ιάπωνες δημιουργούς που ευελπιστούσαν να παρουσιάσουν κάποια στιγμή τη δουλειά τους στη λαμπερή πρωτεύουσα της μόδας.
Η προσωπική του ταυτότητα, χαρακτηριζόταν από μία μόνιμη αίσθηση χάους, αλλά και από τα άνετα, oversized πατρόν που αποσκοπούσαν στο να αφήνουν το γυναικείο σώμα να κινείται ελεύθερο, να μην αισθάνεται στο ελάχιστον περιορισμένο, να μην του δίνει άλλο σχήμα και μορφή. Συχνά στα σχέδια του Kenzo παρατηρούμε την απουσία φερμουάρ ή άλλων μέσων που «κλείνουν» σφιχτά τα ρούχα, όπως τα κουμπιά και οι κόπιτσες.
«Τα πρώτα του σόου έχουν μείνει στην ιστορία. Παιχνιδιάρικα και χαρούμενα με μοντέλα που περισσότερο χόρευαν παρά περπατούσαν, πολύ μακριά από οτιδήποτε άλλο είχαμε δει μέχρι τότε στη γαλλική υψηλή ραπτική», σχολίασε ο ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Musée des Arts Décoratifs στο Παρίσι Olivier Gabet.
Πριν καταλήξει: «Θυμάμαι ότι δεν του άρεσε καθόλου να τον αποκαλούν "Ιάπωνα σχεδιαστή" γιατί ο ίδιος ήθελε να είναι απλώς ένας "σχεδιαστής μόδας. Σε αυτή τη ζωή έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που είτε αντιπαθούσαν είτε μισούσαν ο ένας τον άλλον. Αλλά ακόμα και αυτοί συμφωνούσαν σε ένα μόνο πράγμα: Αγαπούσαν τον Kenzo».
Δείτε ένα βίντεο για τον Kenzo Takada:
Mε πληροφορίες από τον Guardian και τους New York Times
Kεντρική φωτογραφία: Reuters