Δεν ξέρω τι να πω και τι να γράψω και αν πρέπει να γράψω, αλλά και πώς θα τα περιγράψω. Όμως, η επαφή με την γραφή λειτουργεί αγχολυτικά, δίνοντάς μου κουράγιο αυτές τις μελανές στιγμές που βιώνει όλη η ανθρωπότητα.
Ξαφνικά μπήκαμε σε mode pause, σαν να παγώσαμε από την μηχανή του χρόνου και αυτή η πόλη, που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει η πόλη μου, μοιάζει με απέραντο νεκροταφείο. Η πόλη που μας έκανε να περιφερόμαστε οικογενειακώς, nonstop, σε όλες τις γωνιές της, από άκρη σε άκρη, νοιώθοντας το γοητευτικό δέος που σου προσφέρει η μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ, η πόλη με τον πιο εναλλακτικό και diverse κόσμο. Μια πόλη που σου προσφέρει απλόχερα να την ανακαλύπτεις και να την ανακαλύπτεις ξανά από την αρχή, να προγραμματίζεις διαρκώς την επομένη για να τα προλάβεις όλα, πριν γεράσεις, πριν φύγεις μακριά της (γιατί κάποια στιγμή μοιραία θα φύγεις) και την αποχωριστείς, πριν γίνει κάποιο κακό και γκρεμιστούν τα πάντα.
Ναι, του Queens, της περιοχής με τα περισσότερα θύματα αυτής της ιστορίας.
Μέχρι που αυτό το κακό συνέβη. Και συνέβη τόσο απρόσμενα, τόσο ύπουλα, που λέω δεν μπορεί. Είναι από αυτά τα όνειρα που βλέπω όταν έχω πολύ άγχος στη δουλειά και με κυνηγάει ο manager και βρίσκω την έτοιμη συνταγή να πεταχτώ κάτω από το κρεβάτι μου, για να ξυπνήσω και να πω όνειρο ήτανε… Όμως αγαπητέ Αλκίνοε, εδώ το όνειρο δεν έχει σταματημό. Ούτε ύπνο έχει, ούτε ξύπνιο. Μια φάση συνεχόμενη, ίδια μέρα, ίδια νύχτα, το μόνο που αλλάζει είναι οι διαφορετικές ιστορίες που διαβάζω στα παιδιά μου λίγο πριν κοιμηθούν, ενώ στην καθημερινή τους ερώτηση «μπαμπά, που θα πάμε αύριο;» πρέπει να επινοήσουμε με τη γυναίκα μου ένα πρόγραμμα αποκλειστικά «εντός των τειχών», μιας μονοκατοικίας, κάπου στα βορειοδυτικά του Queens.
Ναι, του Queens, της περιοχής με τα περισσότερα θύματα αυτής της ιστορίας. Που μέχρι πριν λίγους μήνες, όταν μου έλεγαν διάφοροι συνάδελφοι πως βιώνουν οι οικογένειες τους τον εγκλεισμό στην πόλη της Wuhan, στην Κίνα, ένιωθα παραδόξως οίκτο για τη συμφορά τους αλλά και μια ανακούφιση ότι αυτά συμβαίνουν στις λαϊκές ιστορίες του λαού τους, με κινέζικους δράκους και αυτοκράτορες και δεν έχουν καμία σχέση με τον δυτικό πολιτισμό και την τεχνολογία, την εξέλιξη της ιατρικής αλλά και της άγρυπνης φροντίδας και άμεσης μέριμνας που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για τους πολίτες τους.
Η μόνη απάντηση που εισπράττουν καλώντας το 911 είναι «δυστυχώς δεν έχετε υποκείμενο νόσημα για να νοσηλευτείτε..».
Φαίνεται όμως ότι οι κινέζικες αυτοκρατορίες και οι τίγρεις της ανατολής των ασιατικών παραμυθιών υπάρχουν και στη δύση και μάλιστα, πολύ φοβάμαι, ότι είναι φτιαγμένα από χαρτί. Και αυτό αποδεικνύεται καθημερνά από την αντιμετώπιση της πολιτείας και της κρατικής επίβλεψης βλέποντας τους νεκρούς να αυξάνονται ανά δύο χιλιάδες σε καθημερινή βάση, βλέποντας φίλους και γείτονες μου να έχουν φτάσει στο στάδιο της δύσπνοιας και να μην υπάρχουν αναπνευστήρες σε καμία κλινική και νοσοκομείο και η μόνη απάντηση που εισπράττουν καλώντας το 911 είναι «δυστυχώς δεν έχετε υποκείμενο νόσημα για να νοσηλευτείτε..».
Ναι, αυτά συμβαίνουν στη Νέα Υόρκη του 2020. Πώς λοιπόν να αισθάνομαι ασφάλεια και σιγουριά για μένα και την οικογένεια μου όταν διαδραματίζονται τέτοιες καταστάσεις καθημερινά γύρω μας και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι υπομονή, ακούγοντας την ευχή όλων, «θα περάσει».
Δεν θα αμφισβητήσω το γεγονός ότι στην νέα μας ζωή «εντός των πυλών», εξελίσσονται και ώρες εποικοδομητικών οικογενειακών καταστάσεων, κάτι που τα τελευταία χρόνια είχαμε ξεχάσει ζώντας στους τρελούς ρυθμούς αυτής της πόλης. Σπιτικό φαγητό, οικογενειακές συνεστιάσεις, επιτραπέζια παιχνίδια, πολλές αγκαλιές, virtual καφεδάκια, επικοινωνία με φίλους, ξεκούραση, οργάνωση προσωπικών αντικειμένων, ατελείωτες οικογενειακές συζητήσεις, άλλες οπτικές για την ζωή και βαθυστόχαστες επαναξιολογήσεις, εκτιμήσεις και αναθεωρήσεις καταστάσεων. Δε θα συμφωνήσω όμως ότι είναι ο κατάλληλος καιρός για να βρεθούμε, όπως λένε πολλοί, στο σημείο εκκίνησης για να χτίσουμε την ζωή μας πιο ουσιαστικά. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζονται άλλες υποδομές.
Δε θα συμφωνήσω ότι είναι ο κατάλληλος καιρός για να βρεθούμε, όπως λένε πολλοί, στο σημείο εκκίνησης για να χτίσουμε την ζωή μας πιο ουσιαστικά.
Η ψυχολογική ελευθερία, όπως είπε και ο Παπανούτσος, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθεί κάποιος ελεύθερος, να ορίσει καινούριες συντεταγμένες στην ζωή του και να πάρει θεσμικές αποφάσεις. Στην αρχή όλοι το είχαμε ανάγκη αυτό το διάλειμμα. Είχαμε μια αστεία οπτική για το lockdown και άπλετη όρεξη να αράξουμε στην φωλίτσα μας. Πέρασε όμως μήνας. Και ο μήνας πάει για τρίμηνο σύμφωνα με τον κυβερνήτη της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Και εδώ έρχεται ο τρόμος, ο φόβος του αβέβαιου. Πόσο να αντέξει να κάνει κάποιος τον σύζυγο, τον μπαμπά, τον δάσκαλο, τον παραμυθά, τον μάγειρα, τον φοιτητή και τον υπάλληλο, σε ένα συμβατικό, αστικό νεοϋρκέζικο σπίτι φορώντας την πιτζάμα 24/7, βλέποντας από το παράθυρο ανθρώπινες φιγούρες με μάσκες και γάντια και ακούγοντας κάθε δέκα λεπτά ασθενοφόρα με τις διαπεραστικές σειρήνες, να τρέχουν μπας και προλάβουν να σώσουν αυτό που δε σώζεται. Και εδώ έρχεται να αποθεωθεί η αξία της αυλής και του μπαλκονιού του παραδοσιακού ελληνικού σπιτιού ακόμα και της συμβατικής πολυκατοικίας των Αθηνών. Βγαίνεις έξω, πίνεις το κρασί σου, κάνεις ένα τσιγάρο, ποτίζεις τα λουλούδια, τρίβεις τα μάρμαρα, ξέρω ’γω .
Ναι, όλα αυτά φαντάζουν πολύτιμα σε τέτοιες συγκυρίες ζώντας στο επίκεντρο των περιστάσεων. Και δεν φτάνει αυτό. Το σχήμα γίνεται ακόμα πιο οξύμωρο όταν ακούς ότι η πατρίδα σου και οι πολίτες της γίνονται παράδειγμα προς μίμηση στην στρατηγική αντιμετώπιση του ιού (σε αντιδιαστολή με τους καθ’ υπόδειξη Αμερικανούς πολίτες που ακόμα περιπλανώνται ομαδικώς σε πάρκα και πλατείες) και κάποιον τον Σωτήρη Τσιόρδα να αποθεώνεται τουλάχιστον από τους Νew York Times για το πώς χειρίζεται την επικείμενη πανδημία. Αλήθεια είναι ότι λαχταράς σε τέτοιες στιγμές να ήσουν στην πατρίδα με τους δικούς σου ακόμα και αν η κατάσταση της στέρησης του ελεύθερου υφίσταται ακόμα και ’κει.
Όμως, τώρα είμαστε εδώ, στην πόλη που δεν κοιμόταν ποτέ πριν από ένα μήνα, μακριά από την Ελλάδα, αφού ούτε καν πτήσεις σύνδεσης υπάρχουν. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε συνειδητά και σοβαρά αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Όχι βέβαια και πολύ σοβαρά γιατί στο τέλος δε θα τον γλυτώσουμε τον ιδρυματισμό, αφού ήδη εμφανίζονται δείγματα ακόμα και στους μικρούς μου γιους. Ευτυχώς, βομβαρδίζομαι καθημερινά από ευχές δικών μου ανθρώπων από την Ελλάδα και από αλλού στην Ευρώπη. Είναι ωραίο να σε σκέφτονται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού και να σου δίνουν κουράγιο. Πρέπει όμως να επισημάνω ότι όλα τα μιντιακά μέσα που μεταφέρουν πληροφορία έχουν ένα τσικ πιο πάνω την υπερβολή. Όχι ότι δεν συμβαίνουν τα γεγονότα. Όμως διαβάζω ενίοτε και πολλές θεωρίες συνωμοσίας που κάθε άλλον παρά αξιόπιστες είναι.
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτή η ιστορία αφού πλέον δεν μπορείς να προγραμματίσεις ούτε καν για το πώς θα πορευτείς την αυριανή μέρα, πόσο μάλλον αν θα καταφέρεις να βρεθείς να κολυμπάς τον Αύγουστο στην αγαπημένη παραλία του νησιού (του δικού μου νησιού) και να πίνεις ουζάκια με τους αγαπημένου σου ανθρώπους. Ας μην ματαιοδοξώ όμως καλύτερα. Αναμφισβήτητα προέχει η υγεία μας. Αλλά δεν μπορείς και να παραβλέψεις πόσο σκοτεινή γίνεται αυτή «η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ». Πόσο τρομακτικοί γίνονται αυτοί οι μεταλλικοί ουρανοξύστες που δεν έχουν ίχνος ανθρώπου, πόσο creepy φαντάζει το Central park με τα κατάλευκα νοσοκομειακά καταλύματα και τους ασθενείς που εισέρχονται σε αυτά, πόσο ghostly αυτή η TImes square που αντί για χρωματιστά τελευταίου τύπου διαφημιστικά animation ρολάρουν συνεχώς «Flatten the curve», «stay home», «keep distancing 6 feet» και λοιπά. Για να μην πω για τις εικόνες με τους μαζικούς τάφους στο Hart island έξω από το Bron, στην περίπτωση που η πόλη ξεμείνει από νεκροταφεία.
Είναι πολλά τα «θα ήθελα» και τα «μου λείπει» πλέον. Και είναι τα «θέλω», που πριν ένα μήνα εγώ και άλλα δέκα εκατομμύρια κόσμος που ζούμε σε αυτή την πόλη είχαμε στην καθημερινότητά μας δυσανασχετώντας, θεωρώντας τα υπαρκτά καθημερινά προβλήματα μιας μεγαλούπολης.
Όμως, έτσι είναι ναι ζεις στην παγκόσμια πρωτεύουσα. Όταν φτάνεις στο σημείο να συγκρίνεις μια πόλη-φάντασμα και μια πόλη με πανικό στους δρόμους δε γίνεται παρά να διαλέξεις το δεύτερο, αφού μια τέτοια πόλη γεννήθηκε για να ’ναι πολύβουη. Δε νομίζω να θεωρούμαι υπερβολικός όταν θέλω να ξαναγυρίσω στην μετακίνηση μου με το μετρό και ας βλέπω ποντίκια και κατήφεια στις πλατφόρμες. Να βολτάρω με τα παιδιά στους δρόμους και ας γίνεται το αδιαχώρητο. Να πηγαίνω σε μουσειακούς χώρους και ας κοστίζουν. Να επισκέπτομαι πάρκα και πλατείας και ας περιμένω στις ατέλειωτες ουρές. Να πηγαίνω τα παιδιά το πρωί στο σχολείο και ας τα βλέπω λιγότερες ώρες, να βλέπουμε τους φίλους μας και να μοιραζόμαστε εκδρομές, εμπειρίες. Θέλω να ξαναρχίσω να πηγαίνω στη δουλειά μου και ας τρέχω σαν τον τρελό να προλάβω να τελειώσω. Πριν τον κορονοϊό όλοι μας βιώναμε συχνά το συναίσθημα πως κάτι μας λείπει, πως η καθημερινότητα δεν είναι πλήρης και ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι στον μέγιστο βαθμό. Τώρα, παρακαλούμε να αποκτήσουμε την καθημερινή μας ρουτίνα. Τελικά που βρίσκεται η ουσία, η αξία της ζωής; Σε αυτά που έχουμε ή σε αυτά που ονειρευόμαστε να αποκτήσουμε όταν μας λείπουν; Αυτός ο ιός έφερε συθέμελη αλλαγή. Η εικονική πραγματικότητα στην εργασία μας, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, η αλλαγές στο πώς κοινωνικοποιούμαστε, η εκτίμηση για την υγεία μας, η έννοια της απομόνωσης, η τάση για μια οικογένεια με ποιο σφικτούς δεσμούς, η online εκπαίδευση, η πίστη στην επιστήμη, ο λιγότερος ατομικισμός είναι έννοιες που διακρίνω ότι έχουν ήδη φέρει κοσμογονικές ανατροπές. Όλα κάτω από το πρίσμα ενός ιού. Ενός ιού που στο παραμύθι φοράει κορώνα και εξουσιάζει όλον τον πλανήτη. Ένα παραμύθι που μόλις ξεκίνησε…
Photo credit: Anna Kaliantasis