«Ο Άντι, ο Νταγκ και η Κλερ κληρονόμησαν μια κοινωνία πολύ απαιτητική για τις δυνάμεις τους. Είκοσι τόσων χρονών, μεγαλωμένοι μέσα σε διαλυμένες οικογένειες, στο Γουότεργκέϊτ και την κρίση της Υφαλοκρηπίδας, τρομαγμένοι από την εξάπλωση των γιάπις στη δεκαετία του 80, την οικονομική ύφεση, το κρακ κι από τον Ρόναλντ Ρίγκαν, αντιπροσωπεύουν επάξια την καινούρια χαμένη γενιά: τη Γενιά Χ.
Σπρωγμένοι από την έντονη υποψία ότι βράζουν στο ίδιο καζάνι, στόχοι αγοράς για κάθε διαφημιστική καμπάνια, παρατούν πληκτικές καριέρες κι αποτραβιούνται στην έρημο της Καλιφόρνιας: στο Παλμ Σπρινγκς, την πατρίδα των κλινικών λιποαναρρόφησης και των τεράστιων εμπορικών κέντρων, σκουπιδότοπο για τα κατακάθια της μνήμης της αμερικάνικης κουλτούρας.
Αβέβαιοι για το μέλλον τους, ενδίδουν σ έναν τρόπο ζωής με πολύ αλκοόλ και απασχόληση σε “λούκια”, κακοπληρωμένες, παρακατιανές, ανώφελες δουλειές, χωρίς μέλλον στην αγορά υπηρεσιών. Υποαπασχολούμενοι, υπερβολικά μορφωμένοι, πεισματικά αμέτοχοι στα κοινά και απρόβλεπτοι, δεν έχουν πουθενά να διοχετεύσουν το θυμό τους, κανέναν να καθησυχάσει τους φόβους τους και καμιά κουλτούρα να αντικαταστήσει την ανομία τους. Έτσι, διηγούνται ιστορίες: ενοχλητικά διασκεδαστικές ιστορίες, που αποκαλύπτουν το σιδερόφραχτο εσωτερικό τους κόσμο. Έναν κόσμο γεμάτο από ξεχασμένες τηλεοπτικές σειρές, βραδιές αφιερωμένες στον Έλβις και μοντέρνα σουηδικά φτηνοέπιπλα...».
Αυτή είναι η περίληψη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Generation X, του Ντάγκλας Κόπλαντ, το οποίο κυκλοφόρησε την 1η Ιανουαρίου του 1993.
Μια χρονιά που υπερισχύει σε νοσταλγικούς πόντους και αγκαλιάζει γλυκόπικρα τις αναμνήσεις, δημιουργώντας τροφή για σύγχρονα memes. H χρονολογική απόσταση συν την μπανάλ εξιδανίκευση-προνόμιο του ανθρώπινου είδους, συνεπικουρεί στις αφηγήσεις. 1993, λοιπόν. Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει (πάλι) τις βουλευτικές εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Τζορτζ Μπους, ο πρεσβύτερος, και ο Μπορίς Γιέλτσιν υπογράφουν στη Μόσχα τη δεύτερη Συνθήκη Μείωσης Στρατηγικών Όπλων START. Το CERN ανακοινώνει ότι τα πρωτόκολλα του θα είναι ελεύθερα. Η συνέντευξη της Όπρα Γουίνφρι με τον Μάικλ Τζάκσον γράφει ιστορία στην βαριάς σημασίας ζώνη του τηλεοπτικού prime time. Το λάϊφστάιλ γίνεται η νούμερο ένα πρεμούρα του πλανήτη. Οι επωνυμίες των brands καθορίζουν το είδος των προϊόντων, ο μαρκετινίστικος όρος generic δημιουργεί νέες αγορές καταναλωτών και όλα κινούνται στη σφαίρα του παράφορου ενθουσιασμού για οτιδήποτε νέο. Ενδιαφέρον είναι οτιδήποτε σπαρταράει. Η κουλτούρα του κλάμπινγκ ξεχειλώνει ή μικραίνει, ανάλογα με τη χρήση των ουσιών, το προσδόκιμο. Η ζωή κυλά στον αφρό των ημερών και μια νέα εποχή ανατέλλει.
Όπως έγραφε και ο προγενέστερος Μπορίς Βιάν στο βιβλίο του, ο Αφρός των Ημερών, το 1979, «εκείνο που έχει σημασία στη ζωή είναι να κρίνει κανείς τα πάντα a priori. Φαίνεται, πραγματικά, ότι οι μάζες έχουν άδικο και τα άτομα έχουν πάντα δίκιο. Ας μην βιαστούμε ωστόσο να εξάγουμε κανόνες συμπεριφοράς απ' αυτό το αξίωμα: δεν είναι ανάγκη να διατυπώνουμε τους κανόνες για να τους ακολουθούμε. Δυο πράγματα υπάρχουν μόνο: ο έρωτας, κάθε λογής, με όμορφες κοπέλες κι η μουσική της Νέας Ορλεάνης ή του Ντιούκ Έλινγκτον. Τα υπόλοιπα θα 'πρεπε να πάψουν να υπάρχουν, γιατί τα υπόλοιπα είναι αντιαισθητικά...».
Διασκέδασαν σαν να μην υπάρχει αύριο, δόξασαν την ύλη, είδαν την οικογένεια να παύει να είναι πυρήνας της κοινωνίας.
Οι Μπέιμπι Μπούμερς, από την άλλη, είναι η δημογραφική εκείνη ομάδα η οποία ακολουθεί την Ήσυχη Γενιά και προηγείται της Γενιάς Χ. Έχει γεννηθεί ανάμεσα στο 1946 και το 1964, έχει γνωρίσει την ακμή και την οικονομική ευρωστία της μεσαίας τάξης, είναι μια ενεργή και καλογυμνασμένη φουρνιά. Ήταν η πρώτη γενιά που είδε την κατάσταση του κόσμου να βελτιώνεται όσο μεγάλωνε. Ωστόσο, αυτή η γενιά βούλιαξε στη νωθρότητα του υπερκαταναλωτισμού. Οι Μιλένιαλς, που στα ελληνικά συνήθως αποδίδεται ως «τα παιδιά της χιλιετίας», γεννήθηκαν κυρίως τη δεκαετία του ’80 και ενηλικιώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, βίωσαν την παγκόσµια οικονοµική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2008, και κλήθηκαν να αντιµετωπίσουν σηµαντικά προβλήµατα που «γέννησε» η παγκοσµιοποίηση. Δεν χόρεψαν σε βρώμικα υπόγεια όπως οι Gen X αλλά σε γυαλισμένα παρκέ. Δεν έφταιγαν σε τίποτα αλλά σε αυτούς συνέβη. Είναι αυτοί, μαζί με τους επόμενους από αυτούς, τη γενιά Ζ (1995-2000) που έκαναν viral τη φράση «οκέι, Μπούμερ», θέλοντας να διαχωρίσουν τη θέση τους από τη στενομυαλιά, την αναλγησία, και την άρνηση της ανθρώπινης ευθύνης για την κλιματική αλλαγή.
Η Gen X μεγάλωσε διαβάζοντας βιβλία ή ακούγοντας ραδιόφωνο, χωρίς φέισμπουκ, ίνσταγκραμ και νέτφλιξ.
Η Gen X, ισχυρίζεται ένα σχετικό άρθρο στο upworthy.com, είναι οι σιωπηλοί επιζώντες, η γενιά που ίσως με έναν κυνικό, πεσιμιστικό και ευέλικτο τρόπο κατάφερε να διαπραγματευτεί και να βγει νικήτρια μέσα από ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις και αλλαγές. Μοιάζει να μπορεί να κρατήσει το κεφάλι της αναπνέοντας έξω από την κινούμενη άμμο, διαθέτει γυμνασμένους κοιλιακούς, είναι η γενιά της ευεξίας και του inner wellness, των εναλλακτικών θεραπειών και της αγόγγυστης προσαρμογής. Είναι η γενιά που έμαθε τυφλό σύστημα στη γραφομηχανή, μετά έστειλε το πρώτο γραπτό μήνυμα του πλανήτη στο κινητό, αποθήκευσε έγγραφα σε δισκέτα και τώρα στριμάρει τη ζωή της στο ίνστα. Πρόκειται για μια ανεξάρτητη γενιά, που έμαθε να τα βγάζει πέρα μόνη της, που μίλησε πολλές και διαφορετικές κοπές της σλαγκ, από το «μου τη σπας» των 80s, στο «κριντζ» των 10s. Άλλαξε πολλές δουλειές, έβγαλε δικά της χρήματα, έζησε την κατρακύλα της κρίσης και βρήκε τρόπους να συμπιέσει τις ικανότητες της στο πάτημα των κουμπιών που ζητάει η εποχή.
Και αφού τον Μάρτιο αυτό του 2020, η ανθρωπότητα πάτησε το κουμπί σε mode καραντίνας και οι κοινωνικές αποστάσεις είναι η νέα ατομική ευθύνη, οι άνθρωποι της γενιάς Εξ μοιάζουν περισσότερο έτοιμοι γι' αυτό. Μεγάλωσαν αυτοσχεδιάζοντας και διασκεδάζοντας, με όποιον τρόπο μπορούσαν να φανταστούν και κυρίως χωρίς γονική επίβλεψη. Η Gen X μεγάλωσε διαβάζοντας βιβλία ή ακούγοντας ραδιόφωνο, άντε και με Atari, χωρίς φέισμπουκ, ίνσταγκραμ και νέτφλιξ. Έφτιαχνε τα ρούχα της για την έξοδό της μόνη της, τα πείραξε, τα στόλιζε, τα κεντούσε, για να είναι εντυπωσιακά, αναζητώντας την εκζήτηση του μοναδικού -η φάπα του fashion της έπεσε βαριά.
Πολλά της έπεσαν βαριά αλλά ανταπεξήλθε. Στην κοινωνική απομόνωση θα κολλήσει;
It is our time to shine!! #GenX pic.twitter.com/cBAFWehPsT
— Brandi Watson (@b_j_wats) March 15, 2020