«Στις αρχές του 20ού αιώνα ήρθε στην Ελλάδα ο Ευάγγελος Σαραβάνος. Ο Σαραβάνος καταγόταν από την Κάρυστο της Εύβοιας, όμως είχε ζήσει για χρόνια στη Βραζιλία, όπου έγινε πραγματική αυθεντία του καφέ. Η γνώση του αυτή έκανε τη βραζιλιάνικη κυβέρνηση να του αναθέσει τη διάδοση του καφέ στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Ο πρώτος σταθμός ήταν η Αίγυπτος, όπου δημιούργησε δύο καφέ, το ένα στο Κάιρο και το άλλο στην Αλεξάνδρεια, όπου είχαν το όνομα Brazilian. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ασχολήθηκε με την επιτυχημένη λειτουργία αυτών των καταστημάτων, ώσπου τελικά αποφάσισε ότι ήταν καιρός να επιστρέψει στην πατρίδα του. Με τη σκέψη αυτή πούλησε τα πάντα και επέστρεψε στην Ελλάδα.
»Η πρώτη του ενέργεια στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε, ήταν η δημιουργία δύο καταστημάτων που άνοιξε μαζί με ένα συμπατριώτη του που καταγόταν από την Κάρυστο: τον Λουμίδη. Τα καταστήματα ήταν το γνωστό "Πατάρι" και το καφέ Brazil στη στοά Καλλιγά. Το 1934, μετά τη λύση της συνέργειάς τους, συστήνει την "Ε. Σαραβάνος ΕΠΕ" και προχωρεί στην ίδρυση του πρώτου καφέ Brazilian, που στεγάζεται στην οδό Βουκουρεστίου, στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, το οποίο μόλις είχε αποπερατωθεί. Τον Νοέμβριο του 1944 ο Ε. Σαραβάνος καταθέτει εμπορικό σήμα εις το οποίο απεικονίζει το γεωγραφικό χάρτη της Νοτίου Αμερικής με τη Βραζιλία επί μιας κούπας καφέ και έναν κλώνο με φύλλα ανερχόμενο πλαγίως να καλύπτεται άνωθεν με 15 αστερίσκους και με την επιγραφή Brazilian coffee stores.
»Η φιλοσοφία του καταστήματος ήταν απλή και στηριζόταν σε τέσσερις βασικές αρχές: ποιότητα, εξυπηρέτηση, σοβαρότητα, συνέπεια. Η φήμη του καταστήματος εξαπλώθηκε γρήγορα και σύντομα απέκτησε μια πιστή πελατεία. Πρώτο το καφέ Brazilian πρόσφερε στην Ελλάδα προϊόντα όπως τον καφέ φίλτρου, εσπρέσο και κρουασάν».
Αυτά γράφει μια μπροσούρα της δεκαετίας του '90, θέλοντας να πει την ιστορία του καφέ Brazilian εν περιλήψει.
Ο εσπρέσο, ένα χαρμάνι που εισάγεται από την Αμερική, είναι το δυνατό χαρτί του μαγαζιού. Τα κλασικά κρουασάν, η βρετανικού τύπου πουτίγκα και η λεμονόπιτα, δια χειρός του επί 14 χρόνια σερί ζαχαροπλάστη του Μπραζίλιαν, γλυκαίνουν τους γευστικούς κάλυκες των Αθηναίων.
Το Μπραζίλιαν κατά τις δεκαετίας του '50 και του '60 κερδίζει έδαφος παραγκωνίζοντας σταδιακά άλλα λογοτεχνικά στέκια. Στην καθιέρωση του Μπραζίλιαν ως λογοτεχνικού στεκιού συνέβαλε και η γειτνίασή του με το βιβλιοπωλείο «Πυρσός». Τη ζωηρή πορεία του φρέναρε η χούντα του 1967, καθώς αρκετοί από τους επιφανείς θαμώνες του είτε μετακόμισαν στο εξωτερικό είτε σταμάτησαν να το επισκέπτονται.
«Σχεδόν κάθε μέρα, ο Χατζιδάκις έπιανε θέση στο καλύτερο πόστο, στον πάγκο μπαίνοντας αριστερά. Άλλοι που μαζεύονταν ήταν ο Ελύτης πολύ πριν από το Νόμπελ, ο Αργυράκης -μετά πήγαινε στου Απότσου για μεζέδες- και οι Τσαρούχης, Σαχτούρης, Μόραλης, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Βασιλικός, Γκάτσος, Βαλαωρίτης, Σινόπουλος· μερικοί ήταν πολύ τακτικοί κι άλλοι λιγότερο. Πολλοί έρχονταν μετά το "Πατάρι του Λουμίδη": Σαλαπασίδης, Χρηστάκης, Γκόρμπας, Καρούζος, Κατσαρός. Εγώ το γνώριζα απ' έξω κι όπως λέει κάπου ο Φασιανός, εμείς οι τότε καινούργιοι δεν τολμούσαμε να μπούμε από μόνοι μας», έγραφε ο συγγραφέας και εικαστικός Πάνος Κουτρουμπούσης.
Στα τέλη του 2002 το Brazilian κλείνει και το Μετοχικό Ταμείο Στρατού αλλάζει μορφή και χέρια. Ο πρώτος κύκλος του ένδοξου Μπραζίλιαν τερματίζει, για να ανοίξει ο δεύτερος, το 2007, σε ένα άλλο στέκι, στον αριθμό 10 της οδού Βαλαωρίτου υπό την ιδιοκτησία του Κυριάκου Κακριδά. Τον τελευταίο καιρό η διεύθυνση είχε περάσει στο γιο του Νίκο: «Είναι μια δύσκολη, μια βαριά κληρονομιά, όχι μόνο από ιστορική άποψη αλλά και από άποψη οικονομικών συγκυριών. Είναι πάντως μια μεγάλη πρόκληση», θα μου πει ο ίδιος, το 2014, έχοντας επίγνωση ότι για ένα καφέ, το οποίο ενέπνευσε τον Κώστα Ταχτσή να γράψει το ποίημα «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», το οποίο εικονογράφησε, στη συνέχεια, ο Αλέκος Φασιανός, η παρακαταθήκη είναι ένδοξη -δυστυχώς όμως, δεν άντεξε στον χρόνο ούτε η δεύτερη απόπειρα αναβίωσής του, διεκόπει το 2015, κάτι που ανακοινώθηκε με ένα ολιγόλογο και περιεκτικό ποστ στο φέισμπουκ.
Η Συμφωνία του «Μπραζίλιαν» (οι πρώτες στροφές)
Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο
δε θα σε δω να φεύγεις
ή να ’ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς
αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό
Τασία – έναν καφέ παρακαλώ
αν ξάφνου μ’ αντικρίσουν ζωντανό
θα εκπλαγούν
η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών
Τασία – παρακαλώ έναν καφέ
Θ’ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται
η φράση «σ’ αγαπώ» - αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή
λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου
εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου
ο καφές σας κύριε
η στάθμη της αγάπης σου
κατέρχεται
διψάω
λίγο νεράκι κύριοι
λίγο νερό καλοί μου κύριοι
Το «δεύτερο» Μπραζίλιαν διατηρούσε στους τοίχους του τις 45 φωτογραφίες του Αλέκου Φασιανού, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει πολλούς από τους λογοτέχνες και καλλιτέχνες που σύχναζαν στο καφέ, όπως τους περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής: «Το '48-'49, μια σταλιά μαγαζάκι ήταν -είναι ακόμα-, μα ανάμεσα στους θαμώνες που συνωθούντο στα λίγα τετραγωνικά του μέτρα ήταν και καμιά δεκαριά άνθρωποι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας άλλος, θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άνετα την πνευματική Ελλάδα, με όλα της τα ελαττώματα αλλά και με όλες της τις αρετές: ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Βαλαωρίτης, ο Χατζιδάκις και άλλοι, που περιττεύει να αναφέρω».
*Μέρος του κειμένου είχε δημοσιευθεί στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014, όταν και είχα μιλήσει με τον Νίκο Κακριδά