Η συζήτηση για τη σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών έχει φουντώσει για τα καλά και δικαίως. Αποκαλύψεις, καταγγελίες, εκστρατείες, καμπάνιες, διάσημοι παρουσιαστές και ηθοποιοί με καυτές και πύρινες ομιλίες, χιλιάδες άρθρα και αναλύσεις επιστρατεύτηκαν για την ανάδειξη του φαινομένου και την ανάγκη να ενωθούν όλο και περισσότερες φωνές προς την κατεύθυνση της εξάλειψής του. Σωστά και λαμπρά ως εδώ. Άλλωστε η χειραφέτηση των γυναικών είναι γεγονός και διαδικασία που έχει ξεκινήσει χρόνια πριν και είναι ακόμα εν εξελίξει με κάποιες χώρες να κάνουν άλματα προς αυτή την κατεύθυνση, άλλες πολύ μικρά αλλά ουσιώδη βήματα και άλλες να παραμένουν πίσω και με διαφορά. Είναι μια διαδικασία που όσο οι κοινωνίες προχωρούν και προοδεύουν τόσο η θέση και ο ρόλος των γυναικών θα αναβαθμίζεται και η σχέση τους με το αντίθετο φύλο θα απαιτεί σαν πεινασμένος λύκος επαναπροσδιορισμό, περισσότερο σαφή όρια και περισσότερο ουσιαστικό και ειλικρινή διάλογο. Όρια και ειλικρινής διάλογος λοιπόν.
Οι μαγικές λεξούλες που κάνουν τις ανθρώπινες σχέσεις υγιείς και μακροχρόνια βιώσιμες. Αυτά είναι που έχουν χαθεί. Αυτά είναι που πρέπει να επαναπροσδιοριστούν σε όλα τα επίπεδα. Οι κοινωνίες εξελίσσονται ραγδαία και οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται σε όλα τα επίπεδα ζητάνε όρια και ειλικρινή συζήτηση. Και δε μιλώ μόνο για το ποιο είναι το όριο ανάμεσα στο φλερτ και τη σεξουαλική παρενόχληση. Η κάθε μια νομίζω ξέρει καλύτερα από τον καθένα ποιά είναι εκείνη η στιγμή που δεν κολακεύεται αλλά νιώθει ότι πιέζεται ψυχολογικά από την επιθυμία ενός άνδρα. Μιλώ για εκείνα τα όρια που προκύπτουν όχι από το φόβο της μήνυσης και της δίωξης αλλά για εκείνα που προκύπτουν μέσα από ένα ουσιαστικό διάλογο της κοινωνίας με τους επίσημους θεσμούς, οι οποίοι νομοθετούν και «σχηματίζουν» τον οδικό χάρτη πάνω στον οποίο κινείται η εκάστοτε κοινωνία.
Μιλώ επίσης για εκείνα τα όρια που είναι αναγκαία να τεθούν ώστε ένα τέτοιο εξαιρετικά σοβαρό φαινόμενο να μην «καίγεται» κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας και να μη χρησιμοποιείται ως εργαλείο για προσωπικές επιδιώξεις που έχουν ως αποκλειστικό στόχο την προβολή κάποιων γυναικών ή την αναπαραγωγή ειδήσεων για κάποια παραπάνω «κλικς» και views. Το φαινόμενο δεν είναι σενάριο ταινίας του Χόλιγουντ. Είναι πολύ σοβαρό και χρήζει ολικής αντιμετώπισης. Χρήζει συστηματικής έρευνας και εξεύρεσης συνολικής αντιμετώπισης σε όλα τα επίπεδα που αφορούν τη γυναικεία υπόσταση: από το πώς προστατεύεται μια μητέρα μονογονεϊκής οικογένειας, πώς στέκεται το κράτος δίπλα της ώστε να μην την αφήνει εκτεθειμένη και απροστάτευτη, που την κατατάσσει και πώς την προστατεύει εργασιακά, πώς θα μπορέσει να άρει αποκλεισμούς και εμπόδια προς την εξέλιξή της.
Η προστασία της από τη σεξουαλική κακοποίηση είναι ένα από τα σημαντικά κομμάτια του εν λόγω παζλ αλλά πολλές φορές η εξίσωση αυτή δυστυχώς έχει να κάνει και με τη συνολική θεώρηση που υπάρχει για τη γυναίκα στην κοινωνία. Οι καμπάνιες σωστά υπάρχουν, και μόνο καλό κάνουν ως προς την ευαισθητοποίηση του κοινού μόνο που είναι συμπληρωματικές της προσπάθειας και πολλές φορές εύκολα εκμεταλλεύσιμες. Η συζήτηση όμως για εμένα πρέπει να ξεκινά από το κορίτσι ή τη γυναίκα που ίσως δεν έχει καν πρόσβαση στο ίντερνετ για να δει την ομιλία της Όπρα ή να διαβάσει την επιστολή που συνυπέγραψε η Κατρίν Ντενέβ.
Πρέπει να ξεκινά σιωπηλά και ουσιαστικά από τη γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της ένα ή δυο παιδιά και ανέχεται εγκλωβισμένη τις παρενοχλήσεις του εκάστοτε τύπου που νιώθει ότι έχει εξουσία πάνω της.
Στις γυναίκες που δεν μπορούν να απεγκλωβιστούν από το φόβο και δεν καταγγέλλουν γιατί το ένστικτο της επιβίωσης και της ανατροφής των παιδιών σταματά κάθε προσπάθεια πολέμου με την «εξουσία». Σε αυτές τις γυναίκες πρέπει να σταθούμε δίπλα με κάθε τρόπο και σε αυτές πρέπει να δώσουμε τα εργαλεία απεγκλωβισμού. Και είναι πολλές αυτές οι γυναίκες που ενώ ακούνε την ομιλία της Όπρα, κλείνουν την τηλεόραση και γυρνάνε πάλι πίσω στο φόβο παρά τα 10 λεπτά ψυχικής ανάτασης που νιώσανε. Δεν είναι πεσιμισμός. Είναι μια αρχή από την οποία πρέπει να ξεκινήσουμε και να συζητήσουμε ειλικρινά. Όταν αποκτήσουν αυτές οι γυναίκες την ισχυρή φωνή που επιθυμούν τότε θα μπορέσουμε με περισσότερη άνεση να συζητήσουμε για το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την τοποθέτηση της Κατρίν Ντενέβ. Η συζήτηση είναι σοβαρή και δεν πρέπει ούτε να μείνει, ούτε να σβήσει μέσα στα φώτα.