«Ναι, η αγάπη είναι κατά μίαν έννοια η έξοδος από τον εαυτό μας. Ο Ελύτης το ήξερε καλά. Υπ’ αυτήν την έννοια, προς τη διδαχή του πορεύομαι. Άλλωστε, είμαστε διαρκώς, όσο ζούμε, σε μια διαρκή προσπάθεια. Έχουμε έναν οπλισμό που παίρνουμε νωρίς και όλο προσπαθούμε. Αισθάνεται κανείς διαρκώς σαν ν’ αρθρώνει από την αρχή τον κόσμο. Αυτό είναι το γοητευτικό στη ζωή: όντας οπλισμένος είναι κανείς και απολύτως άοπλος. Αυτό το ταξίδι έχει το ενδιαφέρον και, πώς να σας το πω, δεν μπορεί κανείς να το αποτιμήσει κατά τη διάρκεια του βίου του, παρά μόνο να αισθανθεί την αγωνία της προσπάθειάς του να βρει τον εαυτό του κάθε φορά, τον ίδιο εαυτό και τον άλλο του εαυτό, τον κρυμμένο. Και η πραγματικότητα θα αποδείξει, τελικά, τι κατάφερε. Δύσκολο μοιάζει, αν και είναι εφικτό. Το πιο δύσκολο ωστόσο είναι να πείσεις τους άλλους για τη δική σου ταυτότητα». Αυτά είναι τα λόγια της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, συντρόφου του Οδυσσέα Ελύτη και μιας από τις γυναίκες που μιλούν για τους ποιητές που αγαπήσαμε, τους Νομπελίστες Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργο Σεφέρη και τους ποιητές Γιάννη Ρίτσο και Κώστα Βάρναλη, που τιμήθηκαν με το Διεθνές Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Η Ιουλίτα Ηλιοπούλου (σύντροφος του Οδυσσέα Ελύτη), η Έρη και η Φαλίτσα Ρίτσου, η Άννα Λόντου (θετή κόρη του Γιώργου Σεφέρη) και η Ευγενία Βάρναλη (θετή κόρη του Κώστα Βάρναλη) αφηγούνται τις στιγμές που έζησαν κοντά στους ποιητές με τρόπο πηγαίο και ξεχωριστό.
«Ο πατέρας μου έζησε εδώ από τη γέννησή του μέχρι την ηλικία των δώδεκα χρόνων. Ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής του. Η οικογένειά του είχε μια αρκετά μεγάλη άνεση οικονομική. Ο μπαμπάς μου είχε ως παιδί μια γκουβερνάντα Γερμανίδα, μια γκουβερνάντα Γαλλίδα, δασκάλα πιάνου… Καταγόταν από μια προνομιούχα οικογένεια της εποχής εκείνης. Ο παππούς μου και η γιαγιά μου είχαν τέσσερα παιδιά. Ο μπαμπάς μου ήταν το μικρότερο παιδί τους. Και όλοι τους ζούσαν εδώ, μέσα στον παράδεισο. Ο Ρίτσος έχει γράψει μια εννεαλογία πεζών, που ουσιαστικά είναι η αυτοβιογραφία του, με πολύ έντονο μυθιστορηματικό χαρακτήρα και φανταστικά στοιχεία, και με σημείο αφετηρίας τη ζωή του στη Μονεμβασιά. Εκεί περιγράφει τα παιδικά του χρόνια, το πώς με τους φίλους του περνούσαν μέσα απ’ τα σοκάκια του κάστρου, κατέβαιναν στη θάλασσα και πιάναν καβουράκια… Η ζωή των παιδικών του χρόνων ήταν ο απόλυτος παράδεισος» λέει η κόρη του Γιάννη Ρίτσου, Έρη.
Οι ποιητές παρουσιάζονται στην καινούργια έκδοση «ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΙΛΟΥΝ», των εκδόσεων ΚΑΠΟΝ αυτή τη φορά όχι μέσα από το πνευματικό τους έργο αλλά από το βλέμμα των γυναικών, συντρόφων και θυγατέρων, που έζησαν κοντά τους. Οι άγνωστες πλευρές της καθημερινής ζωής των ποιητών αποτυπώνονται στις σελίδες του βιβλίου που συνοδεύουν πολλές ανέκδοτες φωτογραφίες. Αντλώντας από παλαιότερες και πρόσφατες συναντήσεις μαζί τους, η δημοσιογράφος, αναγνωρισμένη για την πολυετή της ενασχόληση με θέματα του πολιτισμού, και συγγραφέας Εύα Νικολαΐδου συγκέντρωσε στο τέταρτό της βιβλίο μία σειρά συνεντεύξεων όπου αναδεικνύεται όχι μόνο η ανθρώπινη διάσταση των ποιητών, αλλά και η προσωπικότητα αυτών των ξεχωριστών γυναικών.
«Δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ποιητής, μα κι ένας δάσκαλος», λέει η κόρη του Κώστα Βάρναλη Ευγενία. «Μ’ έπαιρνε στα γόνατά του και μου έλυνε όλες τις απορίες που είχα στο σχολείο. Θαύμαζα τη ζωντάνια της σκέψης του, το χιούμορ του, την ανθρωπιά του. Είχε μια παιδική καρδιά. Σε όλες του εκδηλώσεις τον χαρακτήριζε η γνησιότητα, η ειλικρίνεια. Από το γραπτό του κείμενο ως την απλή κουβέντα μαζί του, γέμιζες από αξίες, από ανθρωπιά. Ήταν ένας πολύ τρυφερός, γλυκός, ζεστός άνθρωπος. Μόλις έμπαινα στο σπίτι, πάντα έτρεχα πίσω από την πόρτα που είχε κρυμμένα σοκολατάκια μαργαρίτες και μια ζαχαρόπαστα. Αυτά δεν ήταν για κανέναν άλλο παρά μόνο για μένα. Καθόταν στην πολυθρόνα που κοσμεί τώρα το σαλόνι μου και του άρεσε να του χτενίζω τα μαλλιά. Άπλωνε τα πόδια και η Δώρα τού τα έτριβε για να τον ξεκουράσει. Κάθε βράδυ. Αυτό του άρεσε πολύ: Εγώ να του χτενίζω τα μαλλιά και εκείνη να του ξεκουράζει τα πόδια. Πολλές φορές μας τραγούδαγε κιόλας. Όταν η Δώρα έκανε διάλειμμα, για να λύσει σταυρόλεξα, της έλεγε: “άσε το σταυρόλεξο και πιάσε το πόδι!”. Ε, να πούμε και κανένα αστείο! Μας έλεγε πολλές φορές ότι, όταν κάποτε εργαζόταν σε γραφείο, είχε συνάδελφο μια νεαρή κοπέλα, περνούσαν αρκετές ώρες παρέα και της είχε γράψει ένα στίχο», ενώ η Άννα Λόντου, θετή κόρη του Γιώργου Σεφέρη μιλώντας για τον Νομπελίστα ποιητή λέει: «Η ιστορία της ζωής του Σεφέρη είναι η ιστορία της διττής προσωπικότητας. Όταν ήδη ήταν είκοσι πέντε ετών, έγραψε στο ημερολόγιό του: «Ο άνθρωπος είναι πάντα διπλός: εκείνος που πράττει, κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να πράττει· εκείνος που υποφέρει, κι εκείνος που βλέπει τον εαυτό του να υποφέρει· εκείνος που αισθάνεται, κι εκείνος που παρατηρεί τον εαυτό του να αισθάνεται. Όταν λέω εγώ, το εννοώ, το Α ή το Β εγώ μου; Κι αυτό δείχνει πως είναι σχεδόν αδύνατο να είναι κανείς ειλικρινής». Σε ένα χειρόγραφό του τον Σεπτέμβρη του ’41 γράφει: «ποιος ξέρει, αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δύο παράλληλους δρόμους —έναν δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου— είναι γιατί γνώρισα και έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυο κόσμους ξεχωρισμένους καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής».