Ο μέσος όρος ζωής ενός σκύλου είναι γύρω στα δώδεκα χρόνια. Πόσο εκμεταλλευόμαστε όμως τον σύντομο χρόνο που περνάμε με τον τετράποδο φίλο μας; Μήπως εργαζόμαστε ατελείωτες ώρες ενώ εκείνος μεγαλώνει και γερνάει, προτού το συνειδητοποιήσουμε, μόνος στο σπίτι; Μήπως γεμίζουμε τις ζωές και των δυο μας με ψυχαναγκαστικές απαγορεύσεις και πρέπει; Μήπως θα έπρεπε να ενδίδουμε συχνότερα στις λίστες των επιθυμιών μας;
Όλα αυτά συνειδητοποίησε μια νεαρή Αμερικανίδα, η Λόρεν Φερν Γουότ, όταν έμαθε ότι απομένουν ελάχιστοι μήνες ζωής στο αγαπημένο της μαστίφ, τη Ζιζέλ. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της, «Ζιζέλ, η ζωή μου με έναν πελώριο σκύλο», δεν είναι μόνο μια ιστορία φιλίας ανάμεσα σε ένα κορίτσι και έναν σκύλο αλλά πολύ περισσότερα. Είναι κυρίως μια υπενθύμιση της αξίας της κάθε στιγμής που περνάμε με τους αγαπημένους μας.
Η ιστορία αρχίζει με την παρορμητική απόφαση της μητέρας της Λόρεν να της αγοράσει ένα κουτάβι. «Αν υπάρχει κάποιο γονίδιο φιλόζωου, το κληρονόμησα από τη μητέρα μου, η οποία έφερνε σπίτι ζώα χωρίς να ρωτάει κανέναν». Έτσι βρίσκονται και με τη Ζιζέλ, ένα μαστίφ που μεγαλώνοντας φτάνει τα εβδομήντα κιλά.
Όμως δεν πρόκειται απλά για μια αυθόρμητη χειρονομία φιλοζωίας αλλά μάλλον για μια προσπάθεια εξιλέωσης από την πλευρά της μητέρας. Η συγγραφέας δεν αποπειράται ψυχανάλυση, αλλά αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του. Το πιο ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι η μητέρα δεν είναι σε θέση να δώσει την αγάπη, την τρυφερότητα και την καθοδήγηση που χρειάζονται τα παιδιά της γιατί είναι εξαρτημένη από το αλκοόλ και τα χάπια και μπαινοβγαίνει σε κλινικές αποτοξίνωσης. Η εξάρτηση, αυτός ο «τραμπούκος» όπως την αποκαλεί η Λόρεν, έχει συνέπειες σε όλους τους εμπλεκόμενους και ανάμεσα στα θύματα είναι και ο γάμος των γονιών της, που οδηγείται σε διαζύγιο.
Τελικά, η Ζιζέλ θα δώσει στη Λόρεν όχι μόνο αγάπη και τρυφερότητα αλλά και καθοδήγηση. Η Λόρεν αποφασίζει να φύγει από το διαλυμένο πατρικό της και τον αμερικανικό Νότο στο Τενεσί και να ξεκινήσει νέα ζωή στη Νέα Υόρκη, σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στην Τάιμς Σκουέαρ με τον πελώριο σκύλο της. Η Ζιζέλ γίνεται ο φύλακας άγγελος της Λόρνα και το κίνητρό της για τρέξιμο στο Σέντραλ Παρκ, τα βράδια που το πάρκο αδειάζει από κόσμο. «Κατά τη διάρκεια της ημέρας, το Σέντραλ Παρκ ανήκε στα εκατομμύρια των άλλων Νεοϋορκέζων, αλλά τη νύχτα έμοιαζε δικό μας. Ήταν ήσυχο και έλαμπε σαν χρυσός. Στο εσωτερικό του ανακαλύψαμε ένα σωρό πράγματα. Κάποτε ήταν μια γυναίκα που έκανε πρόβα άριες του Πουτσίνι με ένα μακρύ φόρεμα και καθίσαμε κάτω να την παρακολουθήσουμε σαν να επρόκειτο για ιδιωτική παράσταση όπερας».
Η Λόρεν αποφασίζει να φύγει από το διαλυμένο πατρικό της και τον αμερικανικό Νότο στο Τενεσί και να ξεκινήσει νέα ζωή στη Νέα Υόρκη, σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στην Τάιμς Σκουέαρ με τον πελώριο σκύλο της.
Άλλοτε ανεβαίνουν πέντε ορόφους, στην ταράτσα του κτιρίου όπου βρίσκεται το διαμέρισμά τους, όπου η Λόρεν κάνει φιγούρες μπαλέτου υπό τα φώτα της πόλης. «Πα ντε μπουρέ και άλμα και περιστροφή κατά μήκος της ταράτσας σαν να βρισκόμουν στη σκηνή του Σίτι Σέντερ. Η Ζιζέλ με παρακολουθούσε σαν να είχε μόλις ξοδέψει τις οικονομίες μιας ζωής από σκυλίσιες λιχουδιές για ένα εισιτήριο στην πρώτη σειρά μιας παράστασης που άξιζε Όσκαρ. Μερικές φορές με κοιτούσε σαν να με αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Μερικές φορές με κοιτούσε σαν να ήμουν εγώ όλος ο κόσμος».
Στο μεταξύ συμβαίνουν και άλλα πράγματα στη ζωή της Λόρεν – βρίσκει δουλειά στο τμήμα δημοσίων σχέσεων της Gap, αν και βασικό καθήκον της είναι να τακτοποιεί στοίβες ρούχων. Βρίσκει αγόρι, τον Κόνερ. Ξαναβρίσκει μια παλιά της φίλη, τη Ρεβέκα, με την οποία γίνονται κολλητές και αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Με τη Ρεβέκα βρίσκουν καινούριο διαμέρισμα, στο Ιστ Βίλατζ, μακριά από την πολύβουη Τάιμς Σκουέαρ. Στον ελεύθερό της χρόνο πηγαίνει με την Ζιζέλ στις σαββατιάτικες συναντήσεις σκύλων στην Τόμπκινς Σκουέαρ στο Μανχάταν.
Μια από τις καλύτερες μέρες της ζωής της είναι η 23η Ετήσια Παρέλαση Σκύλων για το Χάλοουιν, «η μεγαλύτερη παρέλαση μεταμφιεσμένων σκύλων στον πλανήτη». Η Ρεβέκα και η Λόρεν παίρνουν μέρος ως οι πρωταγωνιστές «του The Sandlot, της ταινίας για μια παιδική ομάδα μπέιζμπολ στη δεκαετία του ’60, την οποία συμπληρώνει ένα μαστίφ, το Κτήνος, που φημολογείται ότι τρώει όσα παιδιά καταπατούν την περιοχή του». Ανάμεσα σε μπουλντόγκ ντυμένα Γιόντα από τον «Πόλεμο των Άστρων», κανίς μεταμφιεσμένα σε Τζακ και Ρόουζ από τον «Τιτανικό» και κόκερ σπανιέλ μεταμορφωμένα σε Σταχτοπούτες του παραμυθιού παρελαύνει και η Ζιζέλ, μπροστά στους κριτές του διαγωνισμού για την καλύτερη μεταμφίεση, «επιδεικνύοντας τις καμπύλες της, με ένα μικρό χαμόγελο, μια ελαφριά στροφή του κεφαλιού. Παρουσίαζε το τέλειο λαχάνιασμα με ανοιχτό το στόμα για να προσελκύσει τα πλήθη, κατάφερε να μαζέψει λίγο σάλιο από τα σαγόνια της, μπαίνοντας πραγματικά στο πετσί του ρόλου. […] Κατεβήκαμε από τη σκηνή και γονάτισα μπροστά στο κορίτσι μου. “Τα κατάφερες, είσαι εκπληκτικό μοντέλο!”. Για μια στιγμή σκέφτηκα τη μαμά μου, που συνήθιζε να μας λέει ότι ήμασταν οι καλύτερες στα ρεσιτάλ χορού, ακόμα και όταν είχαμε κολλήσει στην πίσω σειρά».
Η Ζιζέλ είναι κόρη της Λόρεν και μητέρα της, είναι καμάρι και προστάτιδά της. Είναι συντροφιά και παρηγοριά στις δυσκολότερες στιγμές της οικογένειάς της – όταν η Λόρεν επισκέπτεται το πατρικό της τα Χριστούγεννα, η μαμά της βρίσκεται στο πάτωμα με σπασμούς και μεταφέρεται ημιαναίσθητη στο νοσοκομείο και από εκεί, για ακόμα μια φορά, σε κέντρο αποτοξίνωσης.
Η Ζιζέλ είναι κόρη της Λόρεν και μητέρα της, είναι καμάρι και προστάτιδά της. Είναι συντροφιά και παρηγοριά στις δυσκολότερες στιγμές της οικογένειάς της
Όμως τα σκυλιά δεν ζουν πολλά χρόνια και ακόμα περισσότερο μεγαλόσωμες ράτσες όπως τα μαστίφ. Και ακόμα περισσότερο η Ζιζέλ, που μόλις στα έξι χρόνια της διαγιγνώσκεται με μια επιθετική μορφή καρκίνου στο πόδι. Η Λόρεν αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπη με το αδιανόητο, ότι δεν της απομένει πολύς χρόνος με την τετράποδη φίλη της.
Το τελευταίο τους καλοκαίρι μαζί έχει γλυκόπικρη γεύση. Η Λόρεν φτιάχνει μια λίστα επιθυμιών με όλα όσα πιστεύει ότι θα ήθελε να κάνει η Ζιζέλ και αρχίζει έναν άνισο αγώνα να διαστείλει τον χρόνο. Πηγαίνει τη Ζιζέλ σε μια παραλία στο Μέιν, για να βουτήξει τα πόδια της στον ωκεανό. Την κερνάει παγωτό, μια λιχουδιά που η Ζιζέλ λατρεύει αλλά μέχρι τώρα εθεωρείτο απαγορευμένη. Νοικιάζουν με τον Κόνερ ένα παραλίμνιο σπίτι στο Νιου Χάμσαϊρ και κάνουν οι τρεις τους βαρκάδα. Ταΐζουν τη Ζιζέλ εκλεκτές μπριζόλες, που εκείνη εξαφανίζει με μία μπουκιά. Μέχρι το φθινόπωρο, ωστόσο, η κακοήθεια στο πόδι του μαστίφ έχει φτάσει σε μέγεθος αυγού. Η Ζιζέλ δυσκολεύεται πλέον να περπατήσει.
Η λίστα των επιθυμιών της Ζιζέλ κλείνει, παρά τη θέληση και των δυο τους, τον Ιανουάριο, με μια βόλτα στην παραλία, για να δουν από κοντά τις χιονονιφάδες να πέφτουν στη θάλασσα. Τον Ιανουάριο η πελώρια σκυλίτσα έχει γίνει μια σκιά του εαυτού της και η Λόρεν παίρνει την απόφαση της ευθανασίας. Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα η Λόρεν, όταν φεύγει μόνη πλέον από το κτηνιατρείο, δραπετεύει σε μια παραλία στο Μέιν, όπου τρέχει ενάμιση χιλιόμετρο στην αμμουδιά. «Στην άδεια παραλία, όταν τελείωσα το τρέξιμο, κοίταξα κάτω στα πόδια μου και εκεί στην άμμο υπήρχαν ίχνη από πολύ μεγάλες πατούσες».
Η συγγραφέας αφηγείται σπαρακτικά τις τελευταίες τους στιγμές μαζί και το μετά, χωρίς καμία διάθεση για ωραιοποιήσεις κι αυτό ακριβώς είναι που δίνει στο βιβλίο της συναισθηματική δύναμη. Γιατί με την ειλικρίνειά της κερδίζει την εμπιστοσύνη του αναγνώστη πείθοντάς τον ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, παρά τη δυσβάστακτη θλίψη και τη μοναξιά και το αίσθημα ματαιότητας, η ζωή συνεχίζεται για όσους μένουν πίσω.
Το πολυτιμότερο μάθημα από τη φιλία της με τη Ζιζέλ είναι αυτό: «Η αγάπη λειτουργεί καλύτερα όταν την προσφέρεις χωρίς προϋποθέσεις». Προσπαθεί λοιπόν να το κάνει πράξη με τη μητέρα της, με την οποία επικοινωνεί μετά από μήνες. «Κάποιες φορές φαντάζομαι την καρδιά μου σαν μια βαλίτσα που κουβαλάω σε όλο τον κόσμο. Δεν χωράνε τα πάντα σε αυτή τη βαλίτσα. Μπορώ να κουβαλήσω τον πόνο που ένιωσα στο παρελθόν, ειδικά όταν αντιμετώπιζα τη μαμά. Μπορώ να παραχώσω όλα εκείνα τα παράπονα στη βαλίτσα μου – αλλά είναι πολύ βαριά για να τα κουβαλάς. Προσπαθώ να κουβαλάω μαζί μου όσα πράγματα αγαπώ στη μαμά μου – τη φαντασία της, την παιδικότητά της, την αισιοδοξία της, την αγάπη της για τα ζώα, την αγάπη της για μένα. Το γεγονός ότι αυτή μου πήρε τη Ζιζέλ και η Ζιζέλ με προστάτευε».
Μέχρι που γράφει τον επίλογο του βιβλίου, η Ζιζέλ της λείπει τρομερά, αλλά οι αναμνήσεις της είναι ένα φορτίο που την ελαφραίνουν, αντί να τη βαραίνουν. Το ίδιο και η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να ζει τη στιγμή, «να απολαμβάνω τα μικρά πράγματα και να αντιμετωπίζω την κάθε μέρα σαν μια νέα αρχή. […] Ναι αυτό θα είναι το όνειρο – να ζω με την απόλυτη αγάπη και το ελεύθερο πνεύμα ενός σκύλου».
Info
Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο «Ζιζέλ, η ζωή μου με έναν πελώριο σκύλο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Floral Books. Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από τον λογαριασμό της Λόρεν στο Instagram, @lfernwatt, όπου μπορείτε να παρακολουθήσετε την καθημερινότητά της, πλέον με νέα τετράποδα στη ζωή της.