Χαμογελούν. Νανουρίζονται. Εκνευρίζονται. Χαζεύουν από το παράθυρο. Κοιτάνε τα παπούτσια τους. Αναστενάζουν. Κοιτάζουν την οροφή του βαγονιού. Το μάτι τους κολλάει σε μια τσίχλα κολλημένη από καιρό στη γωνία του καθίσματος. Στέκονται ακίνητοι. Αφήνονται στο ρυθμό του βαγονιού. Στριμώχνονται. Θαυμάζουν ένα πρόσωπο μπλε. Στραβοκοιτάνε τα μπλε, πράσινα, ροζ μαλλιά.
Παίζουν με τις οθόνες τους. Κουβαλάνε τσάντες βαριές και ζωή ασήκωτη. Κλικάρουν. Βαριούνται. Κουνιούνται στον ρυθμό της μουσικής που ακούνε στα ακουστικά τους. Σκέφτονται τη λίστα του σούπερ μάρκετ ή πώς θα τον/την κάνουν να γυρίσει πίσω. Διαβάζουν το βιβλίο τους συγκεντρωμένοι.
Σταυρώνουν τα χέρια τους σα να προσεύχονται. Παίζουν με τις βέρες τους στα δάχτυλά τους σα να θέλουν να τις ξεφορτωθούν. Σηκώνουν το τηλέφωνο για να πουν «θα κοπεί, είμαι στο μετρό». Καθρεφτίζονται στα τζαμένια παράθυρα και φτιάχνουν τα φρύδια τους στα κρυφά. Κρατάνε τις τσάντες προσεκτικά, σφιχτά- σφιχτά, πάνω τους λες και είναι παιδιά.
Ονειρεύονται θάλασσες αλλά μοιάζουν οι ίδιοι με ακίνητες λίμνες. Θα βγουν σε ποτάμια από βροχή. Θα βαδίσουν βιαστικά. Με σκυφτά κεφάλια χωμένα στους ώμους και μάτια καρφωμένα κάτω. Λίγοι. Πολλοί λίγοι κοιτάνε τον ουρανό όταν βρέχει. «Λες και καμία στάλα βροχής μπορεί να τους σκοτώσει».
Στίχοι του Μπέρτολτ Μπρέχτ
Αυτός που αγαπώ
μου είπε ότι με χρειάζεται.
Γι’ αυτό, προσέχω τον εαυτό μου
βαδίζω με προφύλαξη
και φοβάμαι κάθε στάλα βροχής
μηδά και με σκοτώσει...