Φθινόπωρο (απόσπασμα)
Ο Στέφανος θυμάται τώρα πως έπειτα ήρθε το φθινόπωρο· ένα ήμερο φθινόπωρο με μέρες στη σειρά ασυννέφιαστες, χλιαρές και απάνεμες. Οι λόφοι άπλωναν βιολέτινοι με τ' ανθισμένα ρείκια στις πλαγιές, πέρα οι γιαλοί αλλού μενεξεδένιοι αλλού τριανταφυλλοί, οι βράχοι σε σχήματα που άλλαζαν παράξενα κάθε στιγμή κρεμιόνταν σαν ανάεροι στα νερά, οι αμμουδιές χρυσοφεγγίζαν κάτω σαν παρδαλά πανιά απλωμένα στο ακρογιάλι. Ένα φως απαλό και διάφανο, που έμοιαζε σα να ήταν καθρέφτισμα κατιτίς άυλου, έτρεμε στον αέρα και στη γη.
Και η Μαρίκα ήταν τόσο ευτυχισμένη να βυθά, να πλέει, να χάνεται σα σε όνειρο μέσα σ' αυτό. Και σώπαινε. Κι έπειτα άρχιζε πάλι να μιλεί, να φλυαρεί. Κι έπειτα πάλι ξανασώπαινε. Κι έτρεχε μπρος, έμενε πίσω, ξαναγύριζε στο Στέφανο κι έγερνε απάνω του, βάδιζε πλάι του, ψιθύριζε, άπλωνε τα χέρια ψηλά στο φως, πέρα στη θάλασσα, τα έριχνε πάλι κάτω, τα ανάπαυε στον ώμο του, τα δίπλωνε τριγύρω στο λαιμό του. Μισοέκλεινε τα μάτια στο πρόσωπό του εμπρός και ξανάνοιγε πάλι τα μάτια πλατιά κι εκστατικά στο γαλανό, στα χρυσά νέφη, στα ρόδινα νερά.
«Μου αρέσει, μου αρέσει το φθινόπωρο», έλεγε· τον άφηνε να της χαδεύει τα μαλλιά και ήταν τόσο ευτυχισμένη.
«Μου αρέσει το φθινόπωρο», έλεγε κι έδειχνε απάνω το γλαυκό κι έδειχνε γύρω το χρυσό φως και κάτω τις ανεμώνες που έσκαζαν πλήθη πολλά στη γη και πλούμιζαν με τόνους ωχρορόδινους το σκούρο χώμα. Τόνοι νεκροί, κιτρινωποί, χαλκοί γλιστρούσαν εδώ και 'κει στους πράσινους ακόμα θάμνους και στα κλαδιά, όπου κοκκίνιζαν ζωηρά τα κούμαρα.
Ο Στέφανος και η Μαρίκα χάνονταν στους θόλους, σταματούσαν κι άκουαν τους σπίνους που λαλούσαν το σιγαλό σκοπό τους στα κλαδιά, τους μικρούς σπουργίτες που ψιθύριζαν στα θάμνα, τους μακρινούς, κομμένους ήχους που φτάνουν πάντα αόριστοι και μελαγχολικοί από την ερημιά και γεμίζουν τη σιγή με κάποια ανησυχία.
Σταματούσαν και τους άκουαν και σώπαιναν, και η Μαρίκα άφηνε το Στέφανο να τη φιλεί και του ξανάλεγε:
«Μου αρέσει το φθινόπωρο.»
Κάποιοι αργοπορημένοι βάτοι πρόβαλαν μια μέρα λευκοανθισμένοι, χλωμοκόκκινοι εκεί εμπρός τους, και ο Στέφανος τους έδειξε της Μαρίκας.
«Είναι σαν άνοιξη», της είπε.
Και θυμάται τώρα πως η Μαρίκα τον κοίταξε με μακρύ βλέμμα κι έπειτα:
«Είναι σα γέλασμα», ψιθύρισε αργά και τον κοιτούσε.
Η φωνή της είχε έναν τόνο σα βραχνό, ελαφρά βραχνό, ανεπαίσθητα βραχνό. Ο Στέφανος όμως τον πρόσεξε.
«Και το αγαπώ», ξαναψιθύρισε η Μαρίκα με τον ίδιον τόνο στη φωνή και τον κοίταζε στα μάτια. Ο Στέφανος την κοίταξε κι αυτός σαν παραξενεμένος κι έμεινε μελαγχολικός. Μα σε λίγο ξαναβγήκανε στο λόφο· η θάλασσα άστραψε πάλι πέρα κι ένας αέρας χλιαρός από τα πλάτη σκόρπισε το σύννεφο. Η Μαρίκα ξανάπλωσε τα χέρια σα φτερά, και η φωνή της ηχούσε ξάστερη.
Είχαν φτάσει κοντά στο Χάλασμα, ένα παλιό ερειπωμένο σπίτι που τα παράθυρά του ανοιγόντανε άδεια κοντά, μπροστά στη θάλασσα. Η Μαρίκα αγαπούσε να σταματά εκεί· τριγύρω κοκκίνιζαν ξεροί, γυμνοί μονάχα βράχοι, και οι ροδοδάφνες που δοκίμασαν να φυτέψουν μια φορά απέξω από το Χάλασμα, απόμεναν λειψές και μόλις που κοκκίνιζαν· εμπρός στην πόρτα του όμως απλωνόταν πλατειά, μεγάλη η θάλασσα.
Η Μαρίκα σταμάτησε και τώρα εκεί· και τέντωσε το χέρι και την έδειξε.
Φωτό: @birminghammuseumstrust
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram