Τo Οράν είναι μία πόλη στην Αλγερία τη δεκαετία το ’40. Τα πάντα στο Οράν θυμίζουν μία συνηθισμένη ανθρώπινη πολιτεία. Οι κάτοικοί του καθημερινά εργάζονται, κάνουν τα ψώνια τους, διασκεδάζουν, παρακολουθούν παραστάσεις, διαβάζουν εφημερίδες, χαίρονται και λυπούνται, αποτυγχάνουν και θριαμβεύουν, βιώνουν μεγάλες συντριβές και τεράστιες νίκες, βγαίνουν στα μπαρ, ερωτεύονται, ζουν και πεθαίνουν. Όλα αυτά συμβαίνουν πριν τα ποντίκια φέρουν την πανούκλα στους υπονόμους, τους δρόμους, τα μαγαζιά, τα σπίτια και τα δωμάτια της πόλης.
Τι, όμως, συμβαίνει αφού το πρώτο θύμα της φονικής ασθένειας χάσει τη ζωή του; Οι αρχές δε δίνουν την απαραίτητη σημασία, η γραφειοκρατία λειτουργεί ως τροχοπέδη, το σύστημα υγείας φτάνει γρήγορα στα όριά του, η ατολμία των διοικητών ρίχνει λάδι στη φωτιά, το Οράν μπαίνει τελικά σε καραντίνα. Όταν ο Albert Camus εξέδιδε το αριστούργημά του το 1947, δεν είχε στο μυαλό του κάποια πρόσφατη επιδημία πανώλης. Δεν προσπαθούσε να καταγράψει μυθιστορηματικά κάποια σύγχρονη με εκείνον καταστροφή. Αντίθετα, ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας, όπως όλα δείχνουν και οι περισσότεροι κριτικοί φαίνεται να συμφωνούν, ήθελε να δώσει μια παραβολή για το πως οι άνθρωποι αντιδρούμε απέναντι στο παράλογο της ύπαρξης – ή μάλλον στο παράλογο πολλές φορές συναίσθημα του να είσαι ζωντανός μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες.
Διαβάστε τη συνέχεια στο Esquire