Ο "βασιλιάς των ξενοδόχων και ξενοδόχος των βασιλιάδων", όπως έχει χαρακτηριστεί ο Cesar Ritz της ομώνυμης αλυσίδας ξενοδοχείων, είχε απίστευτα ταπεινά καταγωγή. Ένα από τα δεκατρία παιδιά μιας φτωχής οικογένειας χωρικών από την Ελβετία, στα δώδεκα χρόνια του πήγε τρόφιμος σε ένα σχολείο Ιησουιτών και στα δεκαπέντε του βρέθηκε να εργάζεται ως σομελιέ σε ένα ξενοδοχείο στην πόλη Μπριγκ της Ελβετίας. Ωστόσο σύντομα εκδιώχθηκε από το εκεί αφεντικό του, ο οποίος του είπε: "Δεν θα καταφέρεις ποτέ τίποτα στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Χρειάζεται ένα ξεχωριστό χάρισμα, κάτι που, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχεις".
Ο Ritz δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε τις προσπάθειες στον χώρο, όπου κατάφερε σταδιακά να εξελιχθεί από σερβιτόρο (στο Hotel Splendide στο Παρίσι) σε διευθυντή (του Grand Hotel National στη Λουκέρνη και παράλληλα στο Grand Hotel στο Μονακό). Σταδιακά ξεδίπλωσε το ταλέντο, που είχε αμφισβητηθεί έντονα στην αρχή της διαδρομής του, να γοητεύει τους πλέον εύπορους και απαιτητικούς πελάτες και έχτισε μια φήμη καλού γούστου και φιλοξενίας.
Ήταν ο πρώτος που λανσάρισε το σλόγκαν "ο πελάτης έχει πάντα δίκιο". Η φιλοσοφία του ήταν: "Να βλέπεις χωρίς να κοιτάς. Να ακούς χωρίς να στήνεις αυτί. Να είσαι περιποιητικός χωρίς να είσαι δουλοπρεπής. Να προβλέπεις χωρίς να κάνεις υποθέσεις. Αν κάποιος παραπονεθεί για ένα πιάτο ή κρασί, αμέσως πάρε το και αντικατέστησέ το χωρίς να κάνεις ερωτήσεις".
Ήταν ο πρώτος που λανσάρισε το σλόγκαν "ο πελάτης έχει πάντα δίκιο".
Μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα ο Ritz είχε καταφέρει να ανοίξει ξενοδοχεία σε Ρώμη, Φρανκφούρτη, Παλέρμο, Μόντε Κάρλο και πολλές ακόμα πόλεις του κόσμου. Το 1896 μαζί με τον εκατομμυριούχο Alfred Beit, που λέγεται ότι ήταν ο πιο πλούσιος άντρας της εποχής του, ίδρυσε το εμβληματικό Hotel Ritz στην Πλατεία Βαντόμ στο Παρίσι: το διασημότερο ίσως στέκι στην ιστορία για πλούσιους και διανοούμενους, αφού ανάμεσα στους πελάτες του ήταν ο Μαρσέλ Προυστ και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ (που έδωσαν το όνομά τους σε ένα εστιατόριο και μπαρ του ξενοδοχείου αντίστοιχα), αλλά και η Κοκό Σανέλ, που το έκανε σπίτι της.
Ο Ritz ήταν διαρκώς με μια βαλίτσα στο χέρι, για να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεών του. Πέθανε τον Οκτώβριο του 1918, μετά από χρόνια προβλήματα υγείας. Στο μεταξύ όμως είχε προλάβει να κάνει το όνομά του συνώνυμο της πολυτελούς φιλοξενίας και της υψηλής γαστρονομίας.
Δείτε την ιστορία του στο παρακάτω ντοκιμαντέρ.
κεντρική φωτό: Εσωτερικό δωματίου από το ξενοδοχείο Ritz στο Παρίσι.