Δεν νομίζω να παρεξηγηθεί κανείς αν βαφτίσω την τελευταία 10ετία, εποχή ανελέητου food porn. Έτσι όπως μας βομβαρδίζουν εικόνες φαγητού στα social και την τηλεόραση, με τόσο μπερδεμένη την αισθητική τους που κυμαίνεται από το trash έως την ψαγμένη καλλιτεχνία, το μάτι μας ζαλίζεται και το μυαλό μας πήζει από το overdose εικόνων που διαδηλώνουν μπροστά μας χωρίς συνοχή. Βλέποντας το "Στη Φωτιά", αισθάνθηκα ανακούφιση. Σ' αυτή την πολύ γαστρονομική ταινία, νιώθεις πως οι μαγειρικές πράξεις χαϊδεύουν το εσώτερο είναι σου έτσι όπως ο ρυθμός τους ξετυλίγεται με μια καθησυχαστική ταχύτητα που χαλαρώνει, και το φως μπαίνει γλυκό στη μεγάλη κουζίνα του αγροτικού chateau ∙ είναι γεμάτη με χάλκινα τηγάνια και κατσαρόλες, μασίνες και τζάκι με φωτιά να καίει διαρκώς, που δημιουργούν μια πολύ αγαπησιάρικη, ρομαντική εικόνα.
Όλα άλλωστε αρχίζουν σαν ένα tableau vivant καθώς η Ζυλιέτ Μπινός μαζεύει λαχανικά από το μποστάνι νωρίς την αυγή, πριν καλά – καλά χαράξει ο ήλιος τη μέρα, περικυκλωμένη από ένα πράσινο που θυμίζει πίνακα Ρενουάρ. Και μετά αρχίζουν εξαιρετικές σεκάνς που ψιλοκόβουν πράσα, τσιτσιρίζουν λαχανικά, σουρώνουν ζωμούς, καθαρίζουν ψάρια, χτυπούν με τον αυγογδάρτη, αλείφουν σάλτσες, δίνουν διαύγεια κονσομέ με ασπράδια, μαγειρεύουν εξωτικές λιχουδιές σαν το λειρί του κόκορα, και τελικά σερβίρουν υπέροχα πιάτα που, όπως άκουσα από κάποιον και συμφωνώ, θα έκαναν το περίφημο "Δείπνο της Μπαμπέτ" να μοιάζει με νηστίσιμο προσφάι.
Αποκαθιστώντας τη χαμένη τιμή της κλασικής γαλλικής κουζίνας
Μέσα από μια πληθωρική μαγειρική ιεροτελεστία παρελαύνουν η επιμελημένη σκηνογραφία και ο πλούτος της κλασικής κουζίνας, έτσι που περιμένεις με ανυπομονησία να τελειώσει το φιλμ για να πας να χαρείς παρόμοια πιάτα σ ένα καλό γαλλικό εστιατόριο. Όχι βεβαίως εκείνα τα απίθανα λιλιπούτεια βλαχοτσίχλονα – αμπελοπούλια τα ξέρουμε εμείς – που τώρα είναι προστατευόμενο είδος και απαγορεύεται να τα τρως, αλλά παλιά οι γκουρμέδες τα έτρωγαν σκεπάζοντας το κεφάλι τους με μια πετσέτα για να μη χάσουν ούτε μια ικμάδα του αρώματος τους! Στο φιλμ του ο Τραν Αν Χουνγκ αποκαθιστά τη χαμένη τιμή ορισμένων κλασικών γαλλικών σπεσιαλιτέ που, όπως το βολ-ο-βαν, έχουν εκχυδαϊστεί από τον διασυρμό τους σε μαζικά κέτερινγ. Στην ταινία το βλέπουμε πανέμορφο και λαχταριστό, ίσως το ωραιότερο πιάτο της ταινίας∙ "απίστευτα αισθησιακό" για τον Πιερ Γκανιέρ, τον 3άστερο σεφ που επιμελήθηκε όλα τα γαστρονομήματα του "The taste of things" (ο εγγλέζικος είναι ο τίτλος που προτιμάω για τη φιλοσοφική του διάθεση). Δεν είναι τυχαία λοιπόν όλη αυτή η γαστρονομική καλλιέπεια που φιλμογραφήθηκε. Η εμπλοκή του Γκανιέρ άρχισε όταν ένα χειμωμιάτικο βράδυ πριν 5 χρόνια ο Χουνγκ δείπνησε με τη γυναίκα του στο 3άστερο εστιατόριό του στο Παρίσι, έχοντας σαν κύριο πιάτο ποτ-ο-φε. Όταν πάρθηκε η τελική απόφαση να γυριστεί το φιλμ ο Γκανιέρ μαγείρεψε σε τρεις μέρες όλα τα πιάτα που θα εμφανίζονταν στο έργο, και τότε σφυρηλατήθηκε η στενή τους σχέση.
Διάβασε περισσότερα στο athinorama.gr