
Τέσσερις δεκαετίες μετά τη δημιουργία τους (1982), η ταινία του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο και το πολυσυζητημένο soundtrack του Φίλιπ Γκλας δεν έχουν πάψει να γοητεύουν το παγκόσμιο κοινό –και το ίδιο αναμένεται να πράξουν και στο Ηρώδειο, το βράδυ του Σαββάτου 30/9.
Οι παράδοξες βραχογραφίες των Ψηλών Μορφών από το φαράγγι Horseshoe της Γιούτα (δυτικές Η.Π.Α.)· o τριώροφος πύραυλος "Saturn V" της NASA, που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην ιστορική πτήση του Apollo 11 στο Φεγγάρι· θάμπωμα σε ένα ερημικό τοπίο.
Επρόκειτο για μια αξέχαστη σεκάνς, που άνοιγε θεαματικά την ταινία "Koyaanisqatsi" του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο (1982), θίγοντας το απρόσμενα σαγηνευτικό φαντασιακό των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών προγόνων μας, το μέλλον της Ανθρωπότητας στα άστρα, μα και τον κίνδυνο που ενέχουν οι πράξεις μας, καθώς αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Παράλληλα, η λιτή μουσική του Φίλιπ Γκλας, τα χορωδιακά μέρη της The Western Wind Vocal Ensemble και η επιβλητική, μπάσα φωνή του Albert De Ruiter, συνηγορούσαν σε μια αίσθηση απόκοσμου δέους. Η οποία ενίσχυε την εντύπωση ότι βρισκόσουν απέναντι σε μια φιλοσοφική ενατένιση κοσμικών διαστάσεων, δοσμένη με εικόνα και ήχο.
Η υπόλοιπη διάρκεια των 86 λεπτών της ταινίας δεν κλόνισε αυτή την αρχική υποψία. Ίσα-ίσα, την ενίσχυσε και εν τέλει την παγίωσε, κρατώντας τη (λίγο-πολύ) αναλλοίωτη στις τέσσερις δεκαετίες που κύλησαν έκτοτε. Αν κάτι μεταβλήθηκε δραματικά, ήταν το ότι κανείς, πλέον, δεν μπορούσε να διαχωρίσει απόλυτα το οπτικό από το ακουστικό ερέθισμα. Μιλώντας δηλαδή για το "Koyaanisqatsi", δεν αναφερόσουν πλέον ούτε στο φιλμ του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο, ούτε στο soundtrack του Φίλιπ Γκλας, αλλά σε μια καλλιτεχνική ενότητα. Η οποία έπρεπε να βιωθεί ως αδιάσπαστο όλον, προκειμένου να κοινωνηθεί επιτυχώς το γοητευτικό στοιχείο της όλης εμπειρίας.
Πράγματι, η δέσμευση της μουσικής στην εικόνα (και τούμπαλιν) αποτυπώνεται αριστοτεχνική, σε βαθμό που μας βάζει σε πειρασμό να αποφανθούμε ότι ο Φίλιπ Γκλας παρέδωσε ένα από τα τελειότερα soundtracks στην ιστορία των ηχογραφήσεων. Το δικό του "Koyaanisqatsi", δηλαδή, είναι ένα έργο που, παρά τον μετρημένο, απέριττο μινιμαλισμό του, εκφράζεται με αδρές συναισθηματικές γραμμές, θαυμάσια δοσμένες από τα βιρτουόζικα παιξίματα του συνόλου The Philip Glass Ensemble. Διαθέτοντας πλήρη αίσθηση συνόλου, ακράδαντη πίστη στην απλότητα των συνθετικών δομών, αλλά και οξυδερκή διαύγεια ως προς τη χρήση επαναλαμβανόμενων μοτίβων. Ταυτόχρονα, αποδεικνύεται ικανό να υπηρετήσει στην εντέλεια το εύρος, τον όγκο και τη δραματικότητα των σκηνών, μα και να λειτουργήσει αυτόνομα, ως score που ακούγεται απολαυστικό ακόμα κι αν αγνοείς την ταινία.
Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να επισημάνουμε ότι, για αρκετά χρόνια, η δουλειά του Γκλας υπήρξε κάπως ριγμένη, μένοντας στη σκιά μιας πρωτοκαθεδρίας των εικόνων, η οποία επιβλήθηκε από τις κοπτορραπτικές της βιομηχανίας. Πρώτα-πρώτα, υπήρξε ένα κομμάτι ονόματι "Façades" που τελικά έμεινε εκτός και εντάχθηκε στον δίσκο "Glassworks" (1982). Πιο σοβαρό, όμως, ήταν ότι το soundtrack που κυκλοφόρησε η Island το 1983 δεν περιείχε παρά μόλις 46 λεπτά μουσικής, τη στιγμή που το score διαρκούσε όσο περίπου και η ταινία. Η καταφανής αυτή αστοχία διατηρήθηκε και στην εποχή των CD επανεκδόσεων, για να διορθωθεί τελικά από τον ίδιο τον Γκλας το 2009, όταν, μέσω της δικής του δισκογραφικής εταιρίας Orange Mountain Music, δημοσιεύτηκε μια remastered εκδοχή με τις πλήρεις ηχογραφήσεις. Στο μεταξύ, το 1998, η Nonesuch είχε βγάλει μια επαν-ηχογραφημένη εκδοχή 73 λεπτών, σε επιμέλεια του ίδιου του Γκλας.
Διάβασε περισσότερα στο athinorama.gr