«Κοίταξε γύρω του στεγνούς και μεθυσμένους και μου είπε εγώ τους αγαπάω τους κολασμένους αν θες ν' αγιάσεις πρέπει ν' αμαρτήσεις ε κι αν προλάβεις, ας μετανοήσεις» έλεγε η Αρλέτα στο θρυλικό «Μπαρ το Ναυάγιο». Στίχοι άκρως αληθινοί γι’ αυτό που ακριβώς εκπροσωπούν τα μπαρς για όλους μας: Ένα μέρος συνδυασμένο με το αλκοόλ και είτε με μεγάλες χαρές είτε μεγάλες λύπες.
Τα μπαρς δεν είναι τα τραπέζια και οι καρέκλες τους. Δεν είναι καν η μουσική τους. Είναι οι ιστορίες των ανθρώπων που έχουν ποτίσει τους τοίχους τους. Και αν θέλουμε να μιλάμε για ιστορία, ένα μπαρ μπορεί να καυχηθεί ότι διαθέτει μπόλικη από αυτή. Το θρυλικό «Αu Revoir» στην Κυψέλη.
Και αν θέλουμε να μιλάμε για ιστορία, ένα μπαρ μπορεί να καυχηθεί ότι διαθέτει μπόλικη από αυτή. Το θρυλικό «Αu Revoir» στην Κυψέλη.
Καλλιτεχνικό στέκι, με πελάτες όλη τη Μέκκα του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου, ήταν σύμφωνα με τα έντυπα της εποχής, καταδικασμένο, μιας και ήταν μακριά από το κέντρο. Κι όμως, το μεράκι και η αγάπη των αδερφών Παπαθεοδώρου, του Θεόδωρου και του Λύσανδρου, με μία βοήθεια από τον αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιο, ήταν αρκετά για να κάνουν το πανέμορφο μπαράκι το απόλυτο στέκι της Αθήνας.
Υπάρχει μάλιστα και ένας αστικός μύθος που συνοδεύει το συγκεκριμένο μπαρ, μιας και λέγεται ότι ήταν το αγαπημένο του Φρανκ Σινάτρα και το επισκεπτόταν κάθε φορά που ερχόταν στην Αθήνα. Ο κύριος Λύσανδρος έδωσε τη δική του απάντηση σε συνέντευξή του στη έντυπη Lifο: «Ο Φρανκ Σινάτρα όντως ήρθε εδώ αλλά ας μην υπερβάλλουμε. Δεν ζήτησε αυτός συγκεκριμένα να έρθει εδώ, απλά τον έφεραν. Είχε μαζί του το ποτό του. Jack Daniels. Έκατσε μόνος και οι δύο σωματοφύλακες δίπλα σε άλλο τραπέζι».