Εδώ και χρόνια (πολλά) έχω περάσει από τη φάση FOMO (Fear Of Missing Out) στη φάση JOMO (Joy Of Missing Out)
Θέλεις οι δεκαετίες δουλειάς που απαιτούσε τη φυσική μου παρουσία σε events, συνέδρια και ταξίδια; Θέλεις η ηλικία μου; Θέλεις το ότι εκτέθηκα αρκετά και κυρίως λόγω δουλειάς στα κοινωνικά δίκτυα;
Και ενώ είχα αποδεχτεί (και ο περίγυρος μου επίσης) ότι κάνω μια εξαιρετικά κοινωνική δουλειά αλλά σε επίπεδο προσωπικό εξαφανίζομαι, δηλαδή έχω την ελευθερία να μη ξέρει κανείς πού στο κόσμο είμαι, μόνη ή με κόσμο και τι κάνω, έσκασε η πανδημία.
Ακόμη και άνθρωποι που η σχέση τους με το facetime, το skype, το zoom, το video messanger ή το what’s up ήταν ανύπαρκτη, ξαφνικά τρυπώνουν στο σαλόνι μου, στη κουζίνα μου, στο μπαλκόνι μου όταν βγαίνω να ρουφήξω λίγο ήλιο.
Ώρες ανάκατες. Χωρίς καμία προειδοποίηση. Ένα μήνυμα π.χ. τύπου «να σε πάρω μια βιντεοκλήση;»
Και ναι, έχουμε πανδημία, και όλοι είναι σπίτι. Αλλά για μένα είναι πάρα πολύ περίεργο να περνάω ώρες να παρακολουθώ τον εαυτό μου στην οθόνη, που τον παρακολουθούν.
Και επίσης νιώθω όλη αυτή την αμηχανία «πώς να μη φανώ αγενής και γαϊδούρι» λέγοντας σε κάποιον: ξέρεις, ναι είμαι σπίτι αλλά δεν χρειάζομαι τη παρέα σου ή δεν χρειάζομαι και τη δική σου κάμερα να με κοιτάει. Προφανώς αν είναι ώρα λογική πετάω ένα «σόρι, μπαίνω σε call» το οποίο είναι πλέον το σημερινό «μπαίνω σε μήτινγκ».
Νιώθω ότι οι άνθρωποι μπουκάρουν στη ζωή μου ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που η γειτόνισα ή η πεθερά μπουκάριζε στα σπίτια χτυπώντας τα κουδούνια χωρίς ένα τηλεφώνημα.
Αυτό το lockdown έχει γίνει κοινωνικά τυραννικό, κατά μια έννοια, για μένα, χωρίς να μου δίνει το περιθώριο απόδρασης.
Το ερώτημά μου φυσικά παραμένει αναπάντητο. Και μάλλον πρέπει να περιμένω να τελειώσει αυτή η πανδημία. Στο μεταξύ πάω να ρίξω κάτι επάνω μου και να στεγνώσω τα μαλλιά μου, μη βαρέσει καμία βιντεοκλήση και είμαι με τις πετσέτες.