
Το 1929 σε ηλικία μόλις 24 ετών ο Γιώργος Θεοτοκάς, ένας από τους πιο σημαντικούς μυθιστοριογράφους της γενιάς του ’30, έγραψε το δοκίμιο με τίτλο Ελεύθερο Πνεύμα παρακινώντας τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες της εποχής του να ανακαλύψουν τρόπους για να αφήσουν ένα βαθύ, επιδραστικό, ελληνικό αποτύπωμα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Μίλησε για πνεύματα ανήσυχα και ελεύθερα, μίλησε για δημιουργικούς αγώνες, ενώ ταυτόχρονα έκανε λόγο για τη σπουδαιότητα του να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τα ήθη και τις αξίες ακόμα κι όσων είναι διαφορετικοί από εμάς.
Το δοκίμιο αυτό λειτούργησε στα μυαλά και τις συνειδήσεις των πιο λαμπρών προσωπικοτήτων εκείνης της γενιάς - μα και των επόμενων – σαν γιγάντιο ξυπνητήρι, καταλήγοντας σε μία σχολή λογοτεχνίας τεράστιας και άφταστης μέχρι τις μέρες μας, μίας λογοτεχνίας που δεν είπε μόνο υπέροχες ιστορίες μέσα από θαυμαστές συνθέσεις λέξεων, αλλά μας δίδαξε τις μεγάλες ιδέες και τις διαχρονικές αξίες του ανθρώπου, ακριβώς με τον τρόπο που μάλλον είχε κατά νου ο Θεοτοκάς. Η λογοτεχνία αυτή είναι που άνοιξε έναν δρόμο, όχι μόνο για ακόμα περισσότερα εφάμιλλης αξίας δημιουργήματα, αλλά και για μονοπάτια τα οποία προϋποθέτανε μία πιο γενναία, πιο αλτρουιστική, πιο περήφανη, ατομική στάση ζωής.
Αυτές είναι 3 κλασικές πλέον στιγμές της ελληνικής λογοτεχνίας που ποτέ δεν είναι αργά να ανακαλύψεις, αφού θα σε οδηγήσουν προς μόνο μία κατεύθυνση: στο φως.
Εroica του Κοσμά Πολίτη

«Η τέχνη; Μα η τέχνη είναι ένα παιχνίδι για να διασκεδάζει τους άλλους. Έπειτα ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένας γελωτοποιός, ένας παλιάτσος της χαράς ή του πόνου, αν θέλετε, μα που το ίδιο κάνει».
O Kοσμάς Πολίτης που με την Eroica κατάφερε να φτάσει μέχρι την τηλεοπτική συχνότητα της EΡΤ (το μυθιστόρημα γυρίστηκε σε σειρά και οι ήρωες αγαπήθηκαν πολύ από το τηλεοπτική κοινό) φαίνεται να πίστευε ότι το χρέος ενός δημιουργού είναι να κάνει τον αναγνώστη να γελάει ανακουφισμένα με τις ουτοπίες και τις εσφαλμένες αντιλήψεις που έχει ο καθένας από εμάς για την πραγματικότητα του για τον εαυτό του.
Με την Eroica, που πρωτοκυκλοφόρησε σε τόμο το 1938, κατάφερε να δημιουργήσει το κατεξοχήν «μυθιστόρημα της εφηβείας» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μιας ηλικίας με λίγα λόγια ασφυκτικά γεμάτης από τέτοιες ουτοπίες, αλλά και μιας ηλικίας που αρκετοί εξακολουθούν να κουβαλάμε (καλώς ή κακώς) μέσα τους. Η πανέμορφη Eroica έγινε το αγαπημένο ανάγνωσμα μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής που ενηλικιώθηκε κατά την οδυνηρή δεκαετία του 1940 - 1950. Αγαπήθηκε κυρίως γιατί βασίζεται στη ρομαντική και νοσταλγική αναπόληση της ξένοιαστης νιότης και σε μια ιδεαλιστική αντίληψη της φιλίας, του έρωτα και του ηρωισμού. Πολύ λιγότερο όμως προσέχτηκε μια εξίσου σημαντική πλευρά της Eroica: μια ειρωνική διάθεση του Πολίτη που τείνει να υποσκάπτει τον ιδεαλισμό του βιβλίου και να τονίζει ότι η ιστορία που έπλασε ανήκει στο χώρο της φαντασίας κι όχι της πραγματικότητας. Τραγικό συμπέρασμα της Eroica είναι ότι η πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ξένοιαστη παρά μόνο για όσους εύκολα βαυκαλίζονται με φαντασιοπληξίες και ανυπόστατα ιδανικά.
Τι είναι, άρα, αυτό που καταφέρνει να μας διδάξει υπόγεια η Eroica; Ότι μέσα σε έναν κόσμο όπου ακόμα και οι άνθρωποι που αγαπιούνται σκορπίζονται και οι ιδεολογίες ισοπεδώνονται από την καθημερινότητα και την φιλοδοξία είναι ο καθένας από εμάς τόσο μικρός και αβέβαιος ώστε μοιάζει αστείο και άκυρο να παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας.
Το Καπλάνι της Βιτρίνας της Άλκης Ζέη

Με φόντο τις όμορφες παραλίες και τα καλοκαίρια της Σάμου δύο κορίτσια η Μέλιω και η Μύρτω παίζουν παιχνίδια για να περάσει η ώρα, ακούν τις ιστορίες των Αρχαίων από το στόμα του παππού τους, ζωντανεύουν με τη φαντασία τους το μεγάλο καπλάνι, την ταριχευμένη τίγρη, στο κλειστό σαλόνι του σπιτιού και περιμένουν τον αγαπημένο τους ξάδελφο, το Νίκο, να γυρίσει από την Αθήνα όπου βρίσκεται για σπουδές.
Ο Νίκος θα γυρίσει και θα τις βάλει άθελα του σε μία περιπέτεια της οποίας όλες τις παραμέτρους οι ίδιες είναι πολύ μικρές για να μπορέσουν ακόμα να καταλάβουν. Καθώς ο χρόνος κυλάει σιγά-σιγά και οι δυο τους εξελίσσονται σε δύο αρκετά διαφορετικές προσωπικότητες τι θα είναι αυτό που θα επικρατήσει τελικά; H αδελφική αγάπη και το δίκαιο ή η προσωπική ευκολία και εξέλιξη.
Το Καπλάνι που πρόσφατα ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ανδρομάχης Χρυσομάλλη (η ίδια η Άλκη Ζέη είχε δηλώσει ότι της είχαν ζητήσει πολλές φορές το βιβλίο για το θέατρο αλλά η ίδια ήταν πάντα αρνητική) είναι ίσως το μόνο «νεανικό» βιβλίο στα ελληνικά που οφείλει να διαβάσει κανείς, περισσότερες ίσως από μία φορά. Αν όχι για κάτι περισσότερο από το να θυμηθεί την γοητεία εκείνης της ηλικίας όπου τα πάντα σχεδόν γύρω σου είναι γεμάτα από σύνθετες, άγνωστες λέξεις και που ο κόσμος προχωράει ερήμην σου. Αλλά σύντομα έρχεται και για σένα εκείνη η ώρα για να αποφασίσεις «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις». Όταν έρθει πρέπει να μπορείς να αποφασίσεις σωστά.

Η Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά

Το πιο επιδραστικό μυθιστόρημα το Γιώργου Θεοτοκά, η Αργώ εκτείνεται σε δύο τόμους, και είναι μάλλον η πρώτη επαφή που είχαν πολλοί νεαροί αναγνώστες με τον πολύπλοκο, δύσκολο κόσμο της πολιτικής.
Η Αργώ είναι πολυπρόσωπη και οι ήρωές της είναι στην πλειονότητά τους πολύ νέοι σε ηλικία. Η δράση της ξετυλίγεται στην τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η εποχή, μετά το τέλος του Α' Μεγάλου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζει, με τα κοινωνικά της προβλήματα και τις πολιτικές τους προεκτάσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πλαισίωση ενός μυθιστορήματος: το προσφυγικό πρόβλημα, η πολιτική αστάθεια και ταυτόχρονα ο αριβισμός μιας μερίδας του πολιτικού κόσμου, το στρατιωτικό πραξικόπημα και η αβεβαιότητα για την επιβίωση του ελληνικού κράτους, αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο της Αργώς. Ο συγγραφέας κινεί τα πρόσωπα του μυθιστορήματος σε δυο, κυρίως, περιβάλλοντα: στο αστικό οικογενειακό περιβάλλον του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόφ. Νοταρά και σε ένα φοιτητικό σύλλογο, την Αργώ, που τον αποτελούν φιλόδοξοι και ζωηροί νέοι όλων των πολιτικών αποχρώσεων της εποχής.
Ο Γ. Θεοτοκάς, που απέρριπτε στο σύνολό της σχεδόν την πεζογραφία της εποχής του και καταδίκαζε την ηθογραφία χαρακτηρίζοντάς την φωτογραφική σχολή, έγραφε για την Αργώ τα εξής: «Πασχίζω να αποδώσω τον αέρα της σύγχρονής μας ελληνικής ζωής και να συλλάβω ορισμένους τύπους εθνικούς, τοπικούς, αλλά με ανθρώπινη αξία.».
Αυτής της αξίας που σε βάζει από νωρίς στη διαδικασία να φτιάξεις στο μυαλό σου μία πυραμίδα. Από πράγματα και «σπουδαιότητες» της ζωής και με ποια σειρά επιθυμείς τελικά αυτές οι «σπουδαιότητες» να είναι σπουδαίες για εσένα.

Κεντρική φωτογραφία: Η Άλκη Ζέη με τον σύζυγο της, Γιώργο Σεβαστίκογλου, την εποχή που έγραψε το Καπλάνι.