Στην υπηρεσία μια «ρωγμής», που ελέγχεται με απόσταση και εγκλεισμό εδώ και 54 μέρες. Τι οξύμωρο, τι επώδυνη ευχαρίστηση, τι αναπάντεχο ο πλανήτης να ανασαίνει, ενώ οι άνθρωποι να φεύγουν, να υποφέρουν και να ψηλαφούν ανάστατοι τα νέα δεδομένα.
Δουλεύω κυρίως από το σπίτι-εργαστήριο τα τελευταία πέντε χρόνια. Μου είναι οικείο το μέσα και οι εκφάνσεις του αλλά όπως και στον καθένα από εμάς αυτονόητη η δυνατότητα της εξόρμησης. Ώσπου μια αλλόκοτη άφιξη, ένας ανοίκειος εισβολέας φθάνει απειλητικός και αιμοβόρος, αρπάζει έντονο, φωσφορούχο μαρκαδόρο και επανασχεδιάζει το περίγραμμα του σπιτιού του κάθε ανθρώπου (αν είσαι τυχερός και έχεις σπίτι δηλαδή) επιβάλλοντας νέα σύνορα-όρια για την ανθρώπινη υπόσταση, υπενθυμίζοντας μας πως δεν είμαστε αυτόνομοι.
Ένα μεταιχμιακό πλάσμα, που έχει την ικανότητα να μολύνει τόσο οργανικά όσο και υπαρξιακά το ανθρώπινο σθένος. Το «μένω σπίτι» αποκτά διττό νόημα, πέρα από την χωροταξική του σημασία. Είναι ο τρόπος να προστατεύσει κανείς τους συνανθρώπους του και τον εαυτό του, αλλά και να έρθει αντιμέτωπος με τον τελευταίο, γιατί το «εσωτερικό» σπίτι είναι πάντα ανοιχτό σε προκλήσεις- μερεμέτια και μικρές ή μεγάλες εργασίες.
Στην ενήλικη ζωή είναι σπάνια τέτοια διαλείμματα, οπότε η καραντίνα απέκτησε τη νοσταλγική γεύση των πρώιμων φοιτητικών χρόνων, την πασπαλισμένη με μπόλικες ταινίες και βιβλία χωρίς όμως τις εξόδους και τα αγγίγματα.
Έτσι τείνουμε να βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ανοικειότητας, του να μην νοιώθουμε εν μέρει τη ζεστασιά του σπιτιού, ενώ πρακτικά περιβαλλόμαστε από αυτήν. Όσο οι ανθρώπινες δραστηριότητες σιωπούν, οι ήχοι του φυσικού περιβάλλοντος έρχονται στο προσκήνιο. Και ενώ η αδράνεια, η αγωνία και η θλίψη έκαναν πάρτι στο δικό μου εσωτερικό σπίτι αρχικά, προοδευτικά και με την προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι μου ήταν-είναι καλά, άρχισα να αντιμετωπίζω την όλη κατάσταση σαν ένα διάλειμμα από την πραγματικότητα, όσο αρνητικό και αν ήταν το τίμημα πρακτικά.
Στην ενήλικη ζωή είναι σπάνια τέτοια διαλείμματα, οπότε η καραντίνα απέκτησε την νοσταλγική γεύση των πρώιμων φοιτητικών χρόνων, τη πασπαλισμένη με μπόλικες ταινίες και βιβλία χωρίς όμως τις εξόδους και τα αγγίγματα. Το άλλο εφέ που ένιωσα να μου προκαλεί ήρθε με την μορφή ερωτήματος: «Αν σου πάρω αυτά που κάνεις, αν σου στερήσω για λίγο την κοινωνικό-επαγγελματική σου ζωή και σου σβήσω ή έστω σου αναβοσβήσω το φως του προσωπικού σου φάρου, τότε ποιος είσαι;».
Η επίσκεψη του σπουργιτιού και το τελετουργικό της τριμμένης φρυγανιάς με έκανε να νιώσω σαν τραπεζομάντιλο σε κυριακάτικο τραπέζι αλλά και το ότι έχω πρόσβαση στο β’ σκέλος του Β6.
Σε πείσμα των καιρών μια παραδοσιακή επίσκεψη από αυτές που συνηθίζαμε προ covid-19, έκανε την εμφάνιση της αυτό το διάστημα, μόνο λίγο πιο απρόβλεπτη, αέρινη και φτερωτή. Ίσως βέβαια να το έκανε από πάντα, αλλά τώρα να είχε την αμέριστη προσοχή μου. Η επίσκεψη του σπουργιτιού και το τελετουργικό της τριμμένης φρυγανιάς με έκανε να νιώσω σαν τραπεζομάντιλο σε κυριακάτικο τραπέζι αλλά και το ότι έχω πρόσβαση στο β’ σκέλος του Β6. Μία που άφηνα το φαγητό, μια που εξαφανίζονταν. Μαγεία! Το σπουργίτι δεν το έβγαλα ποτέ βόλτα, χρειάστηκε όμως να με βγάλει εκείνο, μετατρέποντας με σε ανθρώπινο νοερό drone να βολτάρω πετώντας πάνω από το Σύνταγμα, τους αγαπημένους μικρούς δρόμους του κέντρου και να χορταίνει το μάτι μια άλλη Αθήνα, ξεκούραστη, μοναχική αλλά το ίδιο όμορφη (όταν και αν τελειώσουν όλα θέλω πολύ να την ρωτήσω πως αισθάνθηκε).
Αν έπρεπε να διαλέξω μια λέξη για το σήμερα ή μάλλον για την στιγμή που έχω στο εδώ και τώρα, κι ας μοιάζει η άνοιξη με κλειστή άγουρη φράουλα θα ήταν «ευγνωμοσύνη».
Τα κολάζ είναι της Λούλας Λεβέντη , A Totem für Elita