Ο Εμμανουήλ Δερμιτζάκης, πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας Τεχνολογίας και Καινοτομίας, καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης και Διευθυντής στο Κέντρο Γονιδιωματικής «Health 2030», παραχώρησε αναλυτική συνέντευξη στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων στην οποία αναλύει, μεταξύ άλλων, και τον λόγο για τον οποίο κάποιοι συμπολίτες μας νοσούν πολύ ελαφριά από κορονοϊό και άλλοι πραγματικά βαριά.
Όπως εξήγησε ο ίδιος αυτό το φαινόμενο δεν παρατηρείται μόνο στην περίπτωση της πανδημίας του κορονοϊού, αλλά και σε πολλά άλλα λοιμώδη νοσήματα.
«Αυτή η ποικιλομορφία στην εξέλιξη της νόσου, αλλά και στη συμπτωματολογία είναι αναμενόμενη. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες διαφορετικότητας μεταξύ των ασθενών, όπως για παράδειγμα το αρχικό ιικό φορτίο που καθορίζει το χρόνο που έχει το ανοσοποιητικό μας σύστημα να αντιδράσει, μέχρι να εξελιχθούν πλήρως τα συμπτώματα», δήλωσε και συνέχισε: «Ως γενετιστής όμως πιστεύω ότι ένα μεγάλο ποσοστό της ποικιλομορφίας αυτής, είναι αποτέλεσμα του γενετικού προφίλ του ασθενούς σε συνδυασμό με το γονιδιωματικό προφίλ του ίδιου του ιού. Αυτό δεν το λέμε τυχαία, καθώς είναι γνωστό ως φαινόμενο από τις ηπατίτιδες, το AIDS και πολλά άλλα λοιμώδη νοσήματα. Είμαι πεπεισμένος ότι το ίδιο θα δούμε και με τον COVID-19».
Όπως εξήγηση ο κ. Δερμιτζάκης, κάτι που θα βοηθούσε σημαντικά στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορονοϊού είναι να γίνουν γενετικές μελέτες οι οποίες θα μας βοηθήσουν να βρούμε τις γενετικά ευπαθείς ομάδες που δεν πάσχουν από κάποιο υποκείμενο νόσημα.
«Το πως μεταφέρεται ο ιός στον αέρα είναι κάτι υπό διερεύνηση και οι μελέτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι πρώιμες για να οδηγήσουν σε τελικές αποφάσεις και οδηγίες προς το κοινό. Κανένας δεν μπορεί να είναι απόλυτος για την κατανομή του ιού στον αέρα, αλλά τα μέτρα της κοινωνικής απόστασης και γενικά της απομόνωσης, πιστεύω ότι καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό αποφυγής της μόλυνσης», ανέφερε σχετικά ο καθηγητής Γενετικής.
«Η συζήτηση για το αν πρέπει οι φαινομενικά υγιείς άνθρωποι να φοράνε μάσκα, είναι ανεξάρτητη αυτών των τελευταίων δεδομένων, και περισσότερο σχετίζεται με δύο παράγοντες: Τη διαθεσιμότητα μασκών-που είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα- και για τον πληθυσμό, πέραν του υγειονομικού προσωπικού, και της σωστής χρήσης της μάσκας από τον πληθυσμό», συμπλήρωσε.
Ο καθηγητής εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος για την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην χώρα μας. «Είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος το μέλλον, αλλά η Ελλάδα πάει πολύ καλά. Πιστεύω ότι τον Ιούλιο θα μπορέσει ο κόσμος πιο άνετα να πάει στις θάλασσες, και ίσως και να ταξιδέψει στα νησιά. Αλλά όλα αυτά εάν η εξέλιξη είναι αυτή που βλέπουμε τώρα. Φοβάμαι πάντα πιθανά "ατυχήματα", όπου ένας πυρήνας φορέων που θα έρθει από το εξωτερικό, ή θα έχει μεγάλο αριθμό ασυμπτωματικών ή θα δώσει αναζωπύρωση της ασθένειας», ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ εξέφρασε την εκτίμηση ότι από τον Μάιο θα αρχίσουν να χαλαρώνουν τα μέτρα, σταδιακά, με στρατηγική προτεραιότητας.
Σε ερώτηση σχετική με ένα δεύτερο, πιθανό κύμα του κορωνοϊού, απάντησε ότι αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. «Αν υπάρξει, το πότε αυτό θα γίνει, εξαρτάται από τις ευαισθησίες του ιού στις κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας. Δηλαδή ήλιος, θερμοκρασία, και ξηρότητα: Παράγοντες που είναι για τους περισσότερους ιούς αρνητικοί και δεν ευνοούν την εξάπλωση τους».
Με πληροφορίες από AΠΕ
Kεντρική φωτογραφία: Reuters