Ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου με μακριά πορεία στο θέατρο και ειλικρινή αγάπη για τις Τέχνες. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ο πρωταγωνιστής που όλοι ήθελαν στον θίασό τους, ένας άνθρωπος ευγενής, που απέφευγε τις εντάσεις και αγαπούσε τη δημιουργία.
Γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1913 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κυπαρισσία, ενώ η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Υεμένη. Ο έμπορος πατέρας του καταστρέφεται οικονομικά από το κραχ του 1929 και υποχρεώνεται να μετακομίσει μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του στη Μασσαλία, όπου ο μικρός Ντίνος Ηλιόπουλος γράφτηκε στο Δημοτικό και τελείωσε το σχολείο, πετυχαίνοντας με άριστα στις εξετάσεις για το απολυτήριο Λυκείου. Για αυτόν τον λόγο είχε μεγαλύτερη ευχέρεια στη γαλλική, που είχε γίνει η πρώτη του γλώσσα.
Το 1935 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και γράφτηκε στο Berkshire High Commercial School, που υπήρχε τότε στην Αθήνα, για να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες και να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Έκανε αρκετές διαφορετιικές δουλείες και δεν έβρισκε κάτι που να του αρέσει μέχρι που γνώρισε τον θαυμαστό κόσμο της 7ης Τέχνης.
Τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι έγιναν το 1944 με το θίασο της "κυρίας Κατερίνας". Αργότερα έπαιξε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν κ.ά. αποκομίζοντας πάντα θετικά σχόλια για τις ερμηνείες του. Η πρώτη από τις πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές του Ηλιόπουλου έγινε το 1948 με την ταινία "Εκατό χιλιάδες λίρες”.
Το κινηματογραφικό κοινό πολύ γρήγορα τον αγκάλιασε και η αναγνωρισιμότητά του τού επέτρεψε να ηγηθεί από το 1953 θεατρικού θιάσου στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, όπου παρουσίασε την κωμωδία: "Θανασάκης ο πολιτευόμενος”, με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού. Οι περιοδείες του σε όλη την Ελλάδα και οι ταινίες του, που γυρίζονταν η μία μετά την άλλη, γνώρισαν τεράστια επιτυχία και έτσι το 1963 δημιούργησε τη δική του θεατρική στέγη στο Θέατρο Γκλόρια, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του θεάτρου και γενικότερα της Τέχνης. Υπήρξε ένας από τους ευγενέστερους ανθρώπους που πέρασαν από τον καλλιτεχνικό χώρο. Έλαμπε και ξεχώριζε από τη φινέτσα και την αυθόρμητη απλότητα της ερμηνείας του.
Αν και παντρεύτηκε δυο φορές, ο Ντίνος Ηλιόπουλος δεν υπήρξε ποτέ γόης. Ο ίδιος ήταν ένας βαθιά συνεσταλμένος άνθρωπος, χαμηλών τόνων που ισορροπούσε ανάμεσα στο γέλιο και τη μελαγχολία.
Με αφορμή τα 24 χρόνια από τον θάνατό του που συμπληρώθηκαν χθες Τετάρτη 4/6, ο συλλέκτης Άρης Λουπάσης δημοσίευσε μια φωτογραφία του Ντίνου Ηλιόπουλου μαζί με τον επιστήθιο φίλο του, Μίμη Φωτόπουλο.
"Σήμερα συμπληρώνονται 24 χρόνια από τον χαμό του Ντίνου Ηλιόπουλου, ενός τεράστιου καλλιτέχνη που υπήρξε ένα ολόκληρο είδος υποκριτικής από μόνος του. Είχε το σπάνιο χάρισμα να μιλάει σιγά και να ακούγεται πιο δυνατά απ’ όλους. Δεν φώναζε για να προκαλέσει το γέλιο· το άφηνε να γεννηθεί φυσικά, μέσα από το ρυθμό, τη σιωπή, την αμηχανία και το αδιόρατο βλέμμα.
Στην υποκριτική του δεν υπήρχε επίδειξη – μόνο ουσία. Ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να περπατήσει σε μια γραμμή ανάμεσα στο χιούμορ και τη μελαγχολία χωρίς να γείρει ποτέ από τη μία πλευρά. Ο Ηλιόπουλος ήταν ποιητής του μινιμαλισμού. Μπορούσε να κάνει μια σκηνή αξέχαστη μόνο με το βλέμμα του προς το ταβάνι ή με το τρόπο που έστριβε μια γωνία και δεν θα μπορούσε ποτέ να "ανήκει” σε μια εποχή, γιατί ήταν πάντοτε λίγο πιο μπροστά – και λίγο πιο βαθιά. Αν οι άλλοι ηθοποιοί μιλούσαν στις καρδιές του κοινού, εκείνος τους μιλούσε στη συνείδηση. Και το έκανε με χάρη, με λεπτότητα και –πάνω απ’ όλα– με ήθος. Δεν διεκδίκησε ποτέ να γίνει "θρύλος". Ίσως γιατί ήξερε πως το πραγματικό μεγαλείο δεν φωνάζει, δεν διαφημίζεται.
Εκείνος ανήκε στους ανθρώπους που άφηναν το αποτύπωμά τους όχι μόνο πάνω στη σκηνή αλλά και μέσα μας. Γι’ αυτό και δεν ξεχνιέται. Γιατί δεν ήταν απλώς κομμάτι του ελληνικού σινεμά ή θεάτρου, αλλά κομμάτι της ίδιας της ψυχής μας. Όπως οι ήρωες των παραμυθιών που εμφανίζονται για λίγο, κάνουν τον κόσμο πιο όμορφο — και ύστερα, χωρίς θόρυβο, φεύγουν. Στη φωτογραφία, με τον αγαπημένο του φίλο και συνάδελφο Μίμη Φωτόπουλο και ένα μικρό θαυμαστή τους στην Αγιάσο της Λέσβου όπου εμφανίζονται στον κιν/φο "Όλυμπο" στα πλαίσια μια μεγάλης περιοδείας που πραγματοποιούν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας.
Το 1954 αποφασίζουν να συγκροτήσουν δικό τους θίασο και για τα επόμενα τρία χρόνια ανεβάζουν με τεράστια επιτυχία έργα γνωστών Ελλήνων και ξένων συγγραφέων στις Αθηναϊκές σκηνές αλλά και σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις ώστε να έρθουν σε επαφή με το κοινό που δεν έχει την δυνατότητα να τους απολαύσει από κοντά στην πρωτεύουσα”, αναφέρει η ανάρτηση.