Το "Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι", η αμφιλεγόμενη όσο και διάσημη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι μπορεί να θεωρείται από πολλούς αριστούργημα και από ακόμη περισσότερους μια από τις πιο ερωτικές ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, όμως αποδείχθηκε ένας πραγματικός εφιάλτης για τη Μαρία Σνάιντερ, την πρωταγωνίστριά της.
Κι αν όλοι θυμούνται την περιβόητη σκηνή του βιασμού της νεαρής ηρωίδας από τον μεσήλικα Πολ (Μάρλον Μπράντο) με το βούτυρο, η ίδια η ηθοποιός δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει την ταπείνωση, που αισθάνθηκε τη μέρα του γυρίσματος.
Η ταπεινωτική ιστορία
Η ερωτική δραματική ταινία του 1972, επικεντρώνεται γύρω από μια νεαρή Παριζιάνα που συναντά έναν μεσήλικα Αμερικανό επιχειρηματία που απαιτεί η παράνομη σχέση τους να βασίζεται μόνο στο σεξ. Ωστόσο η ταινία που έφερε 96 εκατομμύρια δολάρια στο Box Office, φέρει και μια άθλια κληρονομιά, καθώς η έφηβη Σνάιντερ έπρεπε να συμμετάσχει σε μια σκηνή βιασμού, που τελικά αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν συναινετική η συμμετοχή της.
Σε μια συνέντευξή της το 2007 στη Daily Mail, η Σνάιντερ είχε εξομολογηθεί ότι η σκηνή δεν ήταν στο αρχικό σενάριο και πως ο Μπράντο και ο Μπερτολούτσι της την είχαν ανακοινώσει λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Ο σκηνοθέτης κατά τη διάρκεια ενός masterclass, που παρέδωσε στο Cinemathèque Francaise, το οποίο έγινε viral, αποκάλυψε πώς του ήρθε η ιδέα να χρησιμοποιήσει το βούτυρο ως λιπαντικό.
Ο Μπράντο την ημέρα του γυρίσματος προσπάθησε να παρηγορήσει την συμπρωταγωνίστριά του, λέγοντάς της ότι είναι απλώς μια ταινία. Η Σνάιντερ, η οποία διατηρούσε και μετά από τα γυρίσματα φιλικές σχέσεις μαζί του, είχε αποκαλύψει πως δεν ήταν πραγματικός ο βιασμός της και πως δεν έγινε καμία διείσδυση, σε αντίθεση με τις φήμες που κυκλοφορούσαν τότε.
Όπως και να έχει,το απότέλεσμα ήταν ολέθριο: Το νεανικό αυτό τραύμα οδήγησε τη νεαρή τότε Μαρία σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές -ναρκωτικά κι απόπειρες αυτοκτονίας. Η ίδια είχε αναφέρει τότε, πως ήταν λάθος της που δεν κάλεσε τον ατζέντη και τον δικηγόρο της στο σετ, αφού της ζητήθηκε να κάνει κάτι το οποίο δεν υπήρχε στο σενάριο και δεν το είχε συμφωνήσει από πριν.
Ο Μπράντο και ο Μπερτολούτσι βγήκαν κερδισμένοι σημαντικά τόσο χρηματικά, όσο και καλλιτεχνικά. "Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι", έκανε εισπράξεις 186 εκατ. δολαρίων (παραμένει η τρίτη ξενόγλωσση ταινία με τις μεγαλύτερες εισπράξεις μέχρι σήμερα), ενώ αμφότεροι έλαβαν υποψηφιότητες για Όσκαρ, Α′ Ανδρικού ρόλου και Σκηνοθεσίας αντίστοιχα.
Η 19χρονη τότε Σνάιντερ, ωστόσο, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και γελοιοποίησης με τη συμμετοχή της στην ταινία, γεγονός που την οδήγησε σε έναν δρόμο εθισμού, ενώ πάλευε και με θέματα ψυχικής υγείας. Η μόνη αποζημίωση που έλαβε τότε η 19χρονη τότε Σνάιντερ, για τον ρόλο της, ήταν 4.000 δολάρια.
Το ψυχιατρείο και ο πρόωρος θάνατος
Η ηθοποιός εμφανίστηκε σε 50 ακόμα ταινίες μετά το "Τελευταίο Τανγκό" συμπεριλαμβανομένου του, ‘Ο Επιβάτης" (The Passenger), αλλά παρέμεινε στοιχειωμένη από τη σκηνή του βιασμού, καθώς ένιωθε ως σύμβολο του σεξ κι όχι ως ηθοποιός. Το 1975, τρία χρόνια μετά την πρεμιέρα του "τελευταίο Τανγκό" μπήκε οικειοθελώς σε ένα ψυχιατρείο στη Ρώμη για να μπορέσει να περάσει χρόνο με τον αγαπημένο της φωτογράφο. Η Σνάιντερ είπε αργότερα στη Daily Mail ότι ο αγαπημένος της έπασχε από σχιζοφρένια. Προς το τέλος της ζωής της, η βασανισμένη ηθοποιός επέστρεψε στο Παρίσι μετά από μια μακρά παραμονή στο Λος Άντζελες. Η ηθοποιός πέθανε στο Παρίσι, στις 3 Φεβρουαρίου 2011 από καρκίνο.
"Την έλεγαν Μαρία” (Being Maria) -Η δικαίωση
Το "Being Maria" (Την έλεγαν Μαρία της Ζεσικά Παλούντ) αφηγείται την ιστορία της Γαλλίδας ηθοποιού Μαρία Σνάιντερ. Μια ταινία για τη ζωή της, πριν αλλά κυρίως μετά το συμβάν που τη διαμόρφωσε ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: η συμμετοχή της στην ταινία "Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι".
Η ταινία, που είναι βασισμένη στο βιβλίο της ανιψιάς της – Βανέσα Σνάιντερ, ξεκινάει από την περίοδο που η Μαρία είναι ένα 15χρονο κορίτσι, επιβιώνοντας ανάμεσα στην ανασφαλή και τοξική μητέρα της και τον γνωστό ηθοποιό πατέρα της, που μόλις πρόσφατα μπαίνει στη ζωή της. Η ακραία προσωπικότητα και τα προβλήματα της μητέρας της με τον πατέρα της Μαρίας, την επιτυχία και τη δουλειά του, έχουν ως αποτέλεσμα η ίδια η μητέρα να διώξει τη Μαρία από το σπίτι. Η ιστορία μας μεταφέρεται 4 χρόνια αργότερα, όταν η Μαρία είναι 19 χρονών, μία νέα και άγνωστη ηθοποιός που θέλει να αναδειχθεί και να πετύχει. Ο γνωστός, "έντονος” Ιταλός σκηνοθέτης Μπερνάντο Μπερτολούτσι βρίσκει στη Μαρία τον λευκό καμβά που χρειάζεται για να δοκιμάσει πάνω του όλα τα χρώματα της παλέτας του – χωρίς κανένα περιορισμό – με την ταινία του "Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι". Της προτείνει να είναι η πρωταγωνίστρια δίπλα στον διάσημο σταρ Μάρλον.
H ταινία δεν ρομαντικοποιεί καθόλου την περσόνα της Σνάιντερ. Από τις τεράστιες εκρήξεις της, τη δυσκολία που μπορεί να έφερνε στις ταινίες που έκανε μετέπειτα, και τα ναρκωτικά στα οποία ήταν εθισμένη για πάρα πολλά χρόνια – ήταν όλα εκεί.
Ο Ματ Ντίλον, ο οποίος και υποδύεται τον Μάρλον σε συνέντευξή του, στο πλαίσιο του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δήλωσε: "Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και να αρνηθώ να συμμετάσχω σε αυτή την ταινία. Ο Μάρλον Μπράντο είναι φοβερά επιδραστικός και άλλαξε τον ρου του σινεμά πολλές φορές στην καριέρα του. Αγάπησα το σενάριο: η απεικόνιση ήταν δίκαιη και ειλικρινής. Αργότερα κάπως το μετάνιωσα γιατί ήταν πραγματικά μια πολύ δύσκολη αποστολή, δεδομένου ότι ο Μάρλον Μπράντο υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, μου άρεσε αυτή η πρόκληση. Μου αρέσει να παίρνω ρίσκα στην καριέρα μου, κι αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα που έχω πάρει. Θα κοιτώ τον Μπράντο πάντα με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, διότι μου άσκησε πραγματικά τεράστια επιρροή. Οι ηθοποιοί δεν θέλουν ποτέ να συγκρίνονται μαζί του. Κατάφερνε να παρουσιάζεται πάντα ευάλωτος και αυθόρμητος, στοιχεία που ο ίδιος και ηθοποιοί του δικού του διαμετρήματος έφεραν στο σινεμά. Η ευαισθησία αυτή είναι εγγενής στην ανθρώπινη εμπειρία και είναι φοβερά σημαντική για μένα. Ο Μάρλον Μπράντο άλλαξε την εικόνα του αμερικανού άντρα – δεν υπήρχε πια Τζον Γουέιν", δήλωσε αρχικά.
Και συνέχισε: "Υπήρχε και κάτι ακόμη που με κέρδισε σε αυτόν τον ρόλο: η Μαρία Σνάιντερ, η οποία ξεκίνησε να δουλεύει στον κινηματογράφο πάρα πολύ νέα, κάτι με το οποίο μπορώ να ταυτιστώ γιατί έκανα τα πρώτα μου βήματα στην υποκριτική σε πολύ μικρή ηλικία. Είχα πάντα πολλή κατανόηση για τη θέση στην οποία βρέθηκε. Φυσικά, η κατάστασή της ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μου, αλλά με έναν τρόπο μπορώ να ταυτιστώ. Η Τζεσικα Παλούντ (Jessica Palud) είχε την ευαισθησία να μην κάνει μια πολιτική ταινία, ούτε μια ταινία εκδίκησης. Έφτιαξε μια ειλικρινή προσωπική ιστορία, η οποία φωτίζει κρυμμένες πτυχές ενός γεγονότος", συμπλήρωσε σχετικά.