Ο Ζιλ Ντασέν (Jules Dassin) γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1911 στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ και ήταν το 8ο παιδί ενός ρωσοεβραίου κουρέα. Ξεκίνησε την κινηματογραφική του πορεία ως μαθητευόμενος στο πλευρό του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Οι ταινίες του εκτείνονται από το αστυνομικό γκανγκστερικό φιλμ νουάρ ως τον κοινωνικό ρεαλισμό και τον λυρικό εξπρεσιονισμό.
Ο Ζιλ Ντασέν αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί τη σκοτεινή εποχή του Μακαρθισμού, λόγω των διώξεων και των παρεμβάσεων που δεχόταν στη δουλειά του. Όταν κλήθηκε να απολογηθεί στο Κογκρέσο, κατηγορούμενος για αντιαμερικανική δράση, γύριζε την ταινία "Night and the City".
Εγκαταλείποντας τις ΗΠΑ, εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Εκεί γύρισε την ταινία "Ριφιφί", ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά φιλμ νουάρ της παγκόσμιας κινηματογραφίας, με το οποίο κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Κανών το 1955.
Στη Γαλλία, επίσης, παντρεύτηκε την Μπεατρίς Λονέρ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον διάσημο γάλλο τραγουδιστή Τζο Ντασέν (1938-1980) και την ηθοποιό Ζουλί Ντασέν. Ωστόσο, τη ζωή του χάραξε βαθιά ο έρωτάς του με τη Μελίνα Μερκούρη, την οποία γνώρισε δύο χρόνια μετά το "Ριφιφί".
Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η δεύτερη καριέρα του, καθώς οι περισσότερες ταινίες που σκηνοθέτησε είχαν πρωταγωνίστρια τη Μελίνα. Μαζί γύρισαν εννέα ταινίες, μεταξύ των οποίων το "Τοπκαπί", η "Φαίδρα" και το "Ποτέ την Κυριακή", που τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κανών το 1960. Η ίδια ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου, όμως τελικά απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης μουσικής και τραγουδιού για "Τα Παιδιά του Πειραιά" του Μάνου Χατζιδάκι.
Με τη Μελίνα, παντρεύτηκε το 1966 και υιοθέτησε τόσο την υπηκοότητα του Έλληνα, όσο και το όραμα της συντρόφου του για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα. Μαζί ανέπτυξαν έντονη αντιδικτατορική δράση την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών και με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα.
Σε μία συνέντευξή του είχε πει: "Ζούσα μια διαφορετική εξορία από το ‘ 67 έως το ’74. Σκηνοθέτησα μία μόνο ταινία, γιατί η καρδιά μου είχε μόνο απογοήτευση για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Αφοσιώθηκα στη Μελίνα, μένοντας πλάι της όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι ταινίες δεν βρίσκονταν καν στο μυαλό μας, γυρίσαμε μία, την "Υπόσχεση την αυγή", απλώς και μόνο επειδή είχαμε υπογράψει τα συμβόλαια".
Στην Αθήνα ο Ζιλ Ντασέν σκηνοθέτησε και τρία θεατρικά έργα, την "Όπερα της Πεντάρας", τον "Γλάρο", και τον "Θάνατο του εμποράκου". Σε συνέντευξή του είχε δηλώσει: "Ξεκίνησα από το θέατρο και λόγω του θεάτρου είχα αρχίσει από νωρίς να σέβομαι και να αγαπώ την Ελλάδα".
Μετά το θάνατο της διάσημης ηθοποιού και πολιτικού, ο Ντασέν δημιούργησε στη μνήμη της το Ίδρυμα "Μελίνα Μερκούρη", με στόχο την προώθηση της δημιουργίας του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Κατέχοντας τη θέση του προέδρου, παραχώρησε στο ίδρυμα τα έσοδα από τις ταινίες του, προκειμένου να ενισχυθεί ο αγώνας για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
Πέθανε πλήρης ημερών, σε ηλικία 97 ετών, στις 31 Μαρτίου 2008.
Στα αρχεία του Άρη Λουπάση υπάρχει μια σπάνια φωτογραφία του 1960 στις Κάννες, με τον μεγάλο Μάνο Χατζιδάκι (όρθιος), τον Ζυλ Ντασέν (κάτω), και τον Γιώργο Ζαμπετα (κάτω δεξιά) με την ορχήστρα του, στις πρόβες για το θρυλικό πάρτι μετά την προβολή της ταινίας "Ποτέ την Κυριακή". Η συγκεκριμένη ταινία προβλήθηκε στα πλαίσια του 13ου Φεστιβάλ Κιν/φου των Καννων, υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα και με την πρωταγωνιστρια Μελίνα να κερδίζει το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου. Από τις γνωστότερες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά με υπέροχες ερμηνείες των Φούντα, Τιτου Βανδη, Παπαμιχαήλ, Διαμαντιδου και την μουσική του Μάνου με τα μυθικά "Παιδιά του Πειραιά" να ξεσηκώνουν το κοινό της Ευρώπης και της Αμερικής. Εκείνο όμως που έμεινε στην ιστορία υπήρξε το γλέντι που ακολούθησε μετά στο κλαμπ "Ζορμπάς" των Καννων, με την Μελίνα να προκαλεί "σεισμό" με το υπέροχο φούξια σύνολο της σπάζοντας χιλιάδες ποτήρια, τον Φούντα να χορεύει ζεϊμπέκικο, τον Ντασέν χασάπικο και όλοι οι καλεσμένοι συρτάκι υπό τους ήχους του ελληνικού μπουζουκιού. Όπως μοναδικα αναφέρει την επόμενη μέρα ο Γιώργος Ζαμπετας: "Μέσα εκεί ήταν όλοι οι μεγιστάνες του πλούτου, της κονομας, του πρες, του κιν/φου και του θεάτρου. Κάτι γούνες, κάτι πράγματα! Να δεις χρυσαφικο και διαμαντικο..Όλες οι Μπριζίτ Μπαρντος ήταν εκεί. Μπουκαρω με το μπουζούκι στα ίσια και αρχιναω, τι τσάμικο και τι μπουζούκι με τα "Παιδιά του Πειραιά". Μέχρι που το μάθανε όλοι και το τραγουδούσαν". Ένα χρόνο αργότερα το 1961, στην 33η απονομή των Όσκαρ το "Ποτέ την Κυριακή" είναι υποψήφιο για πέντε συνολικά, με τον Μάνο Χατζιδάκι να κερδίζει το Όσκαρ καλύτερης μουσικής. Ο ίδιος δεν παρευρισκεται στην βραδιά της απονομής καθώς αρνείται να παραλάβει το συγκεκριμένο βραβείο. Οι λόγοι είναι η έντονη εμπορευματοποιηση του μουσικού θέματος της ταινίας, η αντίθεση του με τον θεσμό και το γεγονός ότι δεν βραβεύεται παγκόσμια για ένα από τα σπουδαιότερα έργα του αλλά όπως ο ίδιος θεωρεί για ένα απλοϊκό τραγούδι. Μια από τις σημαντικοτερες μουσικές μορφές του 20ου αιώνα, μια πραγματικά μουσική ιδιοφυΐα που μέσα από το τεράστιο ταλέντο, την λάμψη και την διεθνή του αναγνώριση, άφησε παρακαταθήκη ένα έργο ανεκτίμητης πολιτιστικής αξίας.