Η Τζέιν Άντριους δεν είχε κάποια αριστοκρατική καταγωγή. Γεννήθηκε στη φτωχή αγγλική πόλη Γκρίμπσι και ήταν παιδί ενός ξυκουργού και μιας κοινωνικής λειτουργού. Ήταν όμως πάντα αποφασισμένη να ζήσει τη μεγάλη ζωή. Και θα έδινε τα πάντα γι' αυτήν.
Το 1988, η Τζέιν απήρε το πτυχίο της στο σχέδιο μόδας και απάντησε σε μια ανώνυμη αγγελία εργασίας στο The Lady, ένα βρετανικό περιοδικό.
Σύντομα η 21χρονη απόφοιτη, βρέθηκε να κάθεται απέναντι από τη Σάρα "Φέργκι" Φέργκιουσον,Δούκισσα του Γιορκ και συζύγου του πρίγκιπα Αντρέα.
Η Δούκισσα φαίνεται πως απολάμβανε τη λεπτή φύση και τη γοητεία της Τζέιν. Προσελήφθη επί τόπου ως προσωπική της βοηθός και από τα tabloids της αλλάζουν το όνομα και τη μεταμορφώνουν σε Lady Jane.
Αυτή η στενή σχέση της Τζέιν με τη βασιλική οικογένεια ανέβασε πολύ το status της. Άρχισε να έρχεται σε επαφή με πολλούς αριστοκράτες μια που κινούνταν πάντα στο πλευρό της Σάρα. Απολάμβανε πολυτελείς διακοπές, δείπνα και έμενε στα πιο διάσημα ξενοδοχεία.
Πώς προέκυψε λοιπόν και λίγα χρόνια μετά βρέθηκε εμπλεκόμενη σε φόνο;
Όλα ξεκίνησαν όταν βρέθηκε μπλεγμένη στη μέση ενός ερωτικού τριγώνου. Μετά τον χωρισμό της από τον πρίγκιπα Ανδρέα το 1995, η Δούκισσα ξεκίνησε μια σχέση με τον πλούσιο Ιταλό αριστοκράτη, τον κόμη Gaddo della Gherardesca. Ο ερωτιάρης όμως κόμης σύντομα αρχίζει να έλκεται και από την Τζέιν.
Οι φήμες για τις μεταξύ τους ερωτικές σχέσεις άρχισαν να οργιάζουν και θυμωμένη η Δούκισσα του Γιορκ τερμάτισε τη συνεργασί ατους το 1997 κατηγορώντας την μάλιστα ότι της είχε κλέψει κοσμήματα αξίας 250.000 δολαρίων.
Βυθισμένη στην κατάθλιψη και την απογοήτευση για την απώλεια της δουλειάς της, η Τζέιν αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Τα μαλλιά της άρχισαν να πέφτουν και της συνταγογραφήθηκαν αντικαταθλιπτικά.
Το 1998, η Τζέιν έδειχνε πώς είχε αναρρώσει. Τότε ήταν και που γνώρισε τον εκατομμυριούχο χρηματιστή Τομ Κρέσμαν. Και προκειμένου να καλύψει τον χαμένο χρόνι και χρήμα, έπεσε κυριολεκτικά με τα μούτρα στη σχέση αυτή. Μετακόμισε βιαστικά στο σπίτι του και παραιτήθηκε από τη δουλειά της.
Η προσκόλληση μαζί του ήταν σχεδόν εμμονική. Άρχισε να τον παρακολουθεί, να ψάχνει τα e-mail του. Τότε για κακή της τύχη ανακάλυψε κάποιο e-mail, που έστειλε ελείνος σε κάποιον φίλο του και αναφερόταν σε εκείνη ως "ένα ζευγάρι παλιές παντόφλες" από τις οποίες δεν μπορούσε να απαλλαγεί.
Παρόλα αυτά, η Τζέιν έκανε υπομονή ελπίζοντας πάντα σε μια πρόταση γάμου από τον Τομ. Η ένωσή της μαζί του, όχι μόνο θα εξασφάλιζε το μέλλον της, αλλά θα την επανέφερε στο προσκήνιο της ελίτ που τόσο πολύ της έλειπε.
Όταν πήγαν διακοπές στην Ιταλία, η Τζέιν ήταν σίγουρη ότι ο Τομ θα της πρότεινε γάμο. Αντίθετα, είπε στην Τζέιν ότι δεν είχε σκοπό να το κάνει ποτέ.
Επιστρέφοντας στο σπίτι στις 16 Σεπτεμβρίου 2000, το ζευγάρι ξεκκίνησε ένα βίαιο καβγά και ο Τομ κάλεσε την αστυνομία. Αλλά η αστυνομία δεν φάνηκε ποτέ.
Όταν ο Τομ αποκοιμήθηκε αργότερα εκείνο το βράδυ, η Τζέιν τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα ρόπαλο του κρίκετ, τον μαχαίρωσε πολλές φορές με ένα κουζινομάχαιρο και τράπηκε σε φυγή.
Οι αρχές εντόπισαν την Τζέιν τέσσερις μέρες αργότερα. Ήταν σωριασμένη στο αυτοκίνητό της, μια που είχε πάρει υπερβολική δόση από χάπια και ναρκωτικές ουσίες. Συνελήφθη και κατηγορήθηκε για φόνο.
Η Τζέιν περιέγραψε τον Τομ ως έναν βίαιο, σεξουαλικό σαδιστή και επέμεινε ότι τον σκότωσε σε αυτοάμυνα, αφού την χτύπησε. Η εισαγγελία υποστήριξε ότι ήταν απλώς μια γυναίκα που περιφρονήθηκε και οι ένορκοι συμφώνησαν. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη με απαλλαγή στα 12 χρόνια.
Η Jane αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους το 2015. Τώρα ζει στο Lincolnshire όπου εργάζεται σε ένα σούπερ μάρκετ Morrisons. Δεν έδειξε ποτέ να μετανιώνει για τις πράξεις της.