Λίγο πριν ανάψουν τα φώτα του Ηρωδείου, η Βίκυ Λέανδρος υποκλίθηκε βαθιά και, φεύγοντας από το πλάι της σκηνής, γύρισε και κοίταξε για μια τελευταία φορά το κατάμεστο αρχαίο θέατρο –το οποίο τη χειροκροτούσε όρθιο– σκουπίζοντας ένα δάκρυ. Είναι δύσκολοι οι αποχαιρετισμοί, μα είναι και μεγάλο πράγμα να ξέρεις πότε να φεύγεις. Ειδικά αν ευτύχησες να γίνεις μια παγκόσμια ποπ σταρ.
Γιατί, ας μη γελιούνται ορισμένοι νεότεροι, που έμαθαν σε μικρότερες κλίμακες και μεγέθη (μικραίνοντας και το δικό τους ζύγι), αυτό είναι το βεληνεκές της Κερκυραίας τραγουδίστριας. Και διάλεξε να κλείσει μια ζηλευτή καριέρα σχεδόν 60 ετών σε ένα σημείο του πανδαμάτορα χρόνου όπου μπορεί ακόμα να εντυπωσιάζει και να αγγίζει με τη λάμψη των φωνητικών της προσόντων. Πράγματι, ήταν πολλά τα σημεία της βραδιάς στα οποία μας άφησε άναυδους με τις ερμηνείες της, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και τη βρογχίτιδα που την ταλαιπώρησε πολύ πρόσφατα. Όσο για την αμφιλεγόμενη δημοσιότητα προ της συναυλίας, την οποία κουβέντιαζαν αρκετοί θεατές κατά την προσέλευση στο Ηρώδειο, τα πάντα ξεκαθάρισαν ευθύς εξαρχής, αφού η Λέανδρος δεν δίστασε να εκκινήσει λέγοντας (θαυμάσια) το "Après Toi", που έγινε δεκτό με παλλαϊκές επευφημίες και παλαμάκια.
Με την κίνηση αυτή, παράλληλα, η πρωταγωνίστρια της βραδιάς "ξεμπέρδεψε", τρόπον τινά, και με το χιτ που, ελέω Eurovision, της άνοιξε –όπως παραδέχτηκε– πολλές πόρτες, αρχίζοντας να ξεδιπλώνει τα μήκη και τα πλάτη μιας σπουδαίας διεθνούς πορείας, που αποτυπώθηκε στις έξι διαφορετικές γλώσσες στις οποίες τραγούδησε: ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, μα και ιαπωνικά, αφού στο πρόγραμμα χώρεσε κι ένα μέρος από το "Machi Kutabireta Nichiyobi".
Τιμητική πρωτιά, φυσικά, έλαβαν τα γερμανικά, αφού η Λέανδρος μίλησε για τα παιδικά της χρόνια στο Αμβούργο, για ένα ζαχαροπλαστείο που λάτρευε, αλλά και για το δέος με το οποίο άκουγε στο πικάπ φωνές σαν της Έλα Φιτζέραλντ και της Αρίθα Φράνκλιν, που την οδήγησαν, τελικά, στη δισκογραφία με το single "Messer, Gabel, Schere, Licht" (1965). Βέβαια, όπως δεν ξεχνάς το πρώτο τραγούδι, έτσι δεν λησμονείς και την πρώτη κριτική. Μας αποκάλυψε, μάλιστα, ότι ήταν αρνητική, αφού ο Γερμανός συντάκτης τη βρήκε ως "παχουλούλα" έφηβη, της οποίας η καριέρα δεν θα υπερέβαινε τη ζωή μιας πεταλούδας. Φυσικά, αστόχησε θεαματικά· οπότε, από εκεί, άρχισαν να ξετυλίγονται έξι πλούσιες δεκαετίες, που ταξίδεψαν τη φήμη της στα πέρατα του πλανήτη.
Παράλληλα, διηγήθηκε και διάφορες ιστορίες, όπως π.χ. για τα πρώτα μπαρ καραόκε που συνάντησε ενώ εντρυφούσε στη νυχτερινή διασκέδαση του Τόκιο, διαπιστώνοντας πόση επιτυχία γνώριζε εκεί το δικό της "L' Amour Est Bleu". Θυμήθηκε, επίσης, τη γνωριμία της με τον Ζακ Μπρελ και το πώς παρεξήγησε την επισήμανσή του ότι είναι μια δραματική τραγουδίστρια –βάζοντας τα κλάματα– πριν καταλάβει πώς το εννοούσε και διασκευάσει το "Ne Me Quitte Pas" του ("Πες Μου Πώς Μπορείς"), το οποίο και είπε εξαίσια. Βρήκε χώρο, όμως, και για τη "Χαμένη Αγάπη": μια διασκευή σε Bee Gees, η οποία έγινε το πρώτο της 45αράκι single στα ελληνικά (1968).
Διάβασε περισσότερα στο athinorama.gr