Στη Ρωσία του 19ου αιώνα, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο μεγάλος λογοτέχνης, αντιμετώπισε μια οδυνηρή σύγκρουση με τη θνητότητα που θα διαμόρφωνε την πορεία της βαθιάς λογοτεχνικής του κληρονομιάς. Εκείνη τη μοιραία ημέρα της 16ης Νοεμβρίου του 1849, ένα ρωσικό δικαστήριο, παγιδευμένο στην πολιτική θύελλα της εποχής, καταδίκασε τον Ντοστογιέφσκι σε θάνατο, κατηγορώντας τον για αντικυβερνητικές δραστηριότητες που συνδέονταν με μια ριζοσπαστική πνευματική ομάδα.
Ο Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε προνομιούχος ως γιος ιατρού στο Νοσοκομείο των Φτωχών της Μόσχας, αλλά η ζωή του πήρε απροσδόκητη τροπή, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο ίδιος έπασχε από επιληψία και, ενώ εντρυφούσε κρυφά στον κόσμο της λογοτεχνίας, περιπλανιόταν παράλληλα στον λαβύρινθο της δημόσιας διοίκησης. Οι πρώτες λογοτεχνικές του προσπάθειες, όπως οι "Φτωχοί Άνθρωποι" και "Ο Διπλός Άνθρωπος", απεικόνιζαν μια διπλή πτυχή, τόσο της επιτυχίας, όσο και της αποτυχίας στον ιδιότροπο χώρο των εκδόσεων.
Το "έγκλημα" και η τιμωρία
Η κάθοδος του Ντοστογιέφσκι στο ριζοσπαστικό πνευματικό περιβάλλον αποδείχθηκε επικίνδυνη, με αποκορύφωμα τη σύλληψή του και την καταδίκη του σε θάνατο στις 22 Δεκεμβρίου 1849. Ως εκ θαύματος, η μοίρα επενέβη την τελευταία στιγμή, γλιτώνοντάς τον από το εκτελεστικό απόσπασμα. Αντ' αυτού, βρέθηκε με προορισμό σε ένα στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία, όπου μόχθησε για τέσσερα επίπονα χρόνια πριν από την απελευθέρωσή του το 1854.
Διάβασε περισσότερα στο esquire.com.gr