Ο Χρήστος Χωμενίδης με αφορμή τα χθεσινά του γενέθλια γράφει ένα μικρό βιωματικό δοκίμιο για ό,τι συμβαίνει κι ό,τι δεν συμβαίνει για όσα ονειρεύεται. Και όσα δεν τολμά καν να ονειρευτεί.
Δείτε την γενέθλια ανάρτηση του:
ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ
Κάθομαι μόνος μου σε ένα παγκάκι, σε μια μικρή πλατεία, στα Φηρά, με θέα το κοιμώμενο ηφαίστειο της Σαντορίνης. Δίπλα μου ένα διπλό ουίσκι. Το έχω αγοράσει σε ένα μπαρ και το έχω πάρει βγαίνοντας μαζί μου. Εφόσον το νησί γλεντάει από τη δύση μέχρι την ανατολή, οι άνθρωποι, σκέφτομαι, μπορούν να κυκλοφορούν με το ποτό τους στα σοκάκια. Για έκτο δάκτυλό μου ένα γαλλικό βαρύ τσιγάρο, σαν κι εκείνα που φούμαρε ο Ζαν Πολ Μπελμοντό στο "Με Κομμένη την Ανάσα", όπως τα άλλα που κρέμονταν απ’τα χείλη τού Μπομπ Φός στο "All that Jazz”. Ρουφάω τον καπνό μέχρι τα φυλλοκάρδια, τον βγάζω σε συννεφάκια, προβάλλω επάνω τους σκηνές από ταινίες που με έχουν μαγέψει. Ξημερώνει τρεις Αυγούστου. Γίνομαι δεκαεφτά χρονών. Έχω γνωρίσει επιτέλους το "γλυκό μυστικό της ζωής", που έλεγε και η φράου Μπλίχερ στον "Φράνκεστάιν Τζούνιορ" όταν έχασε την παρθενία της. Με πλημμυρίζει μια απέραντη ευδαιμονία. Νοιώθω έτοιμος, πρόθυμος, ασυγκράτητος. Αισθάνομαι τον κόσμο κόσμημα. Έναν κήπο ολάνθιστο που με καλεί να ρουφήξω τα αρώματα, να δρέψω τους καρπούς του. Δεν θα πηδήξω στο γκρεμό, θα πετάξω από πάνω του. Όχι ακριβώς νηφάλιος, σίγουρα όμως διαυγής. "Νηφάλιος Μέθη" που έλεγε ο ποιητής-καλόγερος στο Άγιον Όρος…
Την επομένη θα επιστρέψω, στρωματσάδα στο κατάστρωμα, στην Αθήνα. Στο τριάρι της Κυψέλης. Θα κόβω βόλτες στα Εξάρχεια, θα χώνομαι στα σφαιριστήρια της Φωκίωνος Νέγρη, μαθητής λυκείου που μελετάει για τις Πανελλήνιες, που δεν ξέρει τί τού γίνεται διότι απλούστατα τού γίνονται τα πάντα. Τα πάντα κι άλλα τόσα.
Εικοσιενός χρονών σε οβελιστήριο στην Ιπποκράτους με δυό φίλους. Ξεθυμασμένη μπύρα, μισοφαγωμένα πιτόγυρα σε πλαστικά πιάτα. Πώς έχουμε καταλήξει εκεί, Σαββατιάτικα; Η Αθήνα ξεσαλώνει σε ρεμπετάδικα και σε κλαμπ, τα κορίτσια μας μάς έχουν πουλήσει. Μηχανάκια με κομμένη εξάτμιση πολυβολούν τα αυτιά μας, επελαύνουν με σούζες προς την οδό Ακαδημίας, περνάνε εμπρός από τη Νομική. Βαδίζω στο τρίτο έτος της Νομικής και χρωστάω τα τέσσερα πέμπτα των μαθημάτων. Το αναλογίζομαι κι αγχώνομαι. Αν συνεχίσω με τέτοιο ρυθμό, θα τελειώσω -υπολογίζω- στα τριάντα μου, αιώνιος φοιτητής κι ούτε καν φοιτητοπατέρας, τι κατάντια…
Με πιάνει αίφνης οίστρος. "Αυτό που λαχταράω στ’αλήθεια" ανακοινώνω στους φίλους μου "είναι να περιγράψω, να αφηγηθώ ό,τι συμβαίνει κι ό,τι δεν συμβαίνει. Όσα ονειρεύομαι. Και όσα δεν τολμάω καν να ονειρευτώ. Θα στύψω την καρδιά και το μυαλό μου, θα κάνω το αίμα μου μελάνι για να πω την ιστορία του καθενός." "Έχει νόημα;" ρωτάνε. "Εγώ άλλο νόημα δεν βρίσκω!" Πληρώνω τα σουβλάκια μου, σπεύδω στην παιδική μου κάμαρα. Ξεκινάω καινούργιο διήγημα. Γεμίζω σε παροξυσμό -όχι έμπνευσης, πείσματος- πέντε σελίδες. Πέφτω σχεδόν λιπόθυμος στο ντιβάνι. Ξυπνάω το πρωί, διαβάζω ό,τι έγραψα. Κάνω μια ειρωνική γκριμάτσα και τα σκίζω.
Πώς βρέθηκα, άνοιξη του 1998, βράδυ, κοστουμαρισμένος εμπρός στον Άγνωστο Στρατιώτη; Από ποιά, σοβαρή δήθεν, συνάντηση βγήκα; Ακούω μια κόρνα, στρέφω το κεφάλι, η κολλητή μου μες στο χαμηλό κουρσάκι της. "Μπες μέσα!" μού χαμογέλαει – "μα είναι διθέσιο!" -"η Μ. θα βολευτεί στα πόδια σου – να σας συστήσω, ο Χ., η Μ!" Γκαζώνει στη Συγγρού, ο αέρας παίρνει τα μαλλιά των κοριτσιών και τη γραββάτα μου. Σαν έμβρυο κουλουριάζεται η Μ. στην αγκαλιά μου για να ανάψει τσιγάρο. Έμβρυα είμαστε όλοι ισοβίως, απόπειρες ανθρώπων. Συνάμα δε εγκυμονούμε, ποιος ξέρει τί, ποιος ξέρει γιατί. Βγαίνουμε στην παραλιακή, στο Φάληρο. Το θωρηκτό "Αβέρωφ" φωταγωγημένο – για να πάρω τιμητική άδεια, ως στρατεύσιμος, θεατρικοποίησα κάποτε την ιστορία του, την έπαιξαν σε μια γιορτή του Πολεμικού Ναυτικού. Μια φράση μού έχει μείνει. Το σήμα που έστειλε ο κυβερνήτης του Κουντουριώτης όταν, στη ναυμαχία της Έλλης το 1912, ξεμάκρυνε από τον στόλο για να ελευθερώσει τα νησιά. "Κινούμαι ανεξαρτήτως μεθ’ορμής ακαθέκτου…" Ιδού μια φράση-μπούσουλας.
Παρκάρουμε σε ένα κλαμπ στη Γλυφάδα χωρητικότητας δυό; τριών χιλιάδων ανθρώπων; Η πίστα καταλήγει στην αμμουδιά. Στα σουξέ της εποχής λικνίζονται κάπως βαριεστημένα κάθε καρυδιάς καρύδια, από μετέφηβοι μέχρι μεσήλικες. Από καλλονές λαϊκών συνοικιών έως γελοίοι κοσμικοί, παράγοντες κατά δήλωσή τους, τύποι του ημίκοσμου. Αλλά και προκομμένα παιδιά, ειδικευόμενοι γιατροί, ασκούμενες δικηγορίνες με γυμνασμένες γάμπες. Καθένας στη φάση του, με τα προβλήματα και τα στοιχήματά του. Ξάφνου το ξένο ρεπερτόριο διακόπτεται. Αντιλαλούν οι "Χάντρες". Τότε, εκεί, συμβαίνει (για τριάμισυ μόλις λεπτά) ό,τι πάντοτε προσδοκούσα σε συναυλίες και σε διαδηλώσεις και στις οδομαχίες ακόμα με τα ΜΑΤ μετά τον φόνο του Μιχάλη Καλτεζά το 1985. Όλος εκείνος ο κόσμος συντονίζεται και διονυσιάζεται. Η φωνή του Χορν λειτουργεί θαυματουργά. "Τι έκαναν;" θα μού πείτε. "Στα τραπέζια σάλταραν, τσιφτετέλι χόρεψαν…" Αμ δε! Υπήρχε στην ατμόσφαιρα κάτι το μυσταγωγικό, το μυστικό με την αρχαία σημασία της λέξης. Σαν να’χαν άπαντες ξεφύγει απ’τα κορμιά και από τα όρια τους και να’χαν ενωθεί και να αγωνίζονταν να υπερβούν την κοινή ανθρώπινη μοίρα. "Οι κόκκινες, οι πράσινες, οι θαλασσιές…" τι απροσδόκητες ψυχικές εκρήξεις πυροδότησαν; Κάτι ανάλογο έζησα μονάχα στο Ολυμπιακό Στάδιο, με τους Rolling Stones, δυό μήνες αργότερα.
3 Αυγούστου 2007. Η μάνα μου ολοκληρώνει τον πρώτο κύκλο χημειοθεραπείας και επιστρέφει σπίτι. Τής γράφουν στο νοσοκομείο ένα αντιεμετικό που αποδεικνύεται σε έλλειψη. Ψάχνουμε να το βρούμε από φαρμακείο σε φαρμακείο, από Κηφισιά μέχρι Ελευσίνα. Όταν εκείνη που σε έχει γεννήσει αντιμετωπίζει τη βαρύτατη ασθένεια, δεν συζητάς, δεν αναλύεις, δεν σβήνεις φυσικά κεράκια γενεθλίων… Τρέχεις! Κι όταν, κόντρα σε κάθε συμβουλή γιατρού, αρνείται να ακρωτηριαστεί για να απαλλαγεί απ’τον όγκο; "Έδεσα το δεξί μου χέρι πίσω από την πλάτη, μαμά, επί οκτώ ώρες… Το τσέκαρα προσωπικά. Με το αριστερό μπορείς να κάνεις ό,τι θες!" "Σ’ευχαριστώ!" μού απαντάει τρυφερά. "Εγώ όμως το χέρι μου δεν θα το κόψω." Πέθανε όπως έζησε. Με τους δικούς της όρους.
Ενάμισυ χρόνο αργότερα, μπροστά σε έναν άλλον νιόσκαφτο, μικροσκοπικό τάφο, ένοιωσα να μού ξεριζώνουν την καρδιά. Ο απόλυτος παραλογισμός, η υπέρτατη συμφορά, να ζεις εσύ και να κατεβαίνει η ζωή σου στο χώμα… Γιατί να συνεχίσεις; "Θα συνεχίσεις" απάντησα "και για εκείνον".
Κι έπειτα γύρισε ο τροχός και ήρθε το κοριτσάκι. Και όταν -δύο μηνών ήταν δεν ήταν- την κρατούσα χαράματα στην αγκαλιά μου και άπλωσε τα μικροσκοπικά της δάχτυλα και έψαυσε το ύφασμα της πολυθρόνας κι αντίκρυσα στο πρόσωπό της ένα αχνό πρωτοχαμόγελο, "υπάρχει κόσμος!" σαν να μού’λεγε "και έχει γούστο!", τότε φωτίστηκα από την ίδια ευτυχία όπως σε εκείνο το παγκάκι στη Σαντορίνη.
Ειλικρινά δεν το περίμενα πως θα έφτανα πενήντα επτά χρονών. Ο πατέρας μου αποχαιρέτησε στα σαρανταοχτώ. Ο παππούς μου στα σαραντατρία. Η μέση ηλικία και ό,τι την ακολουθεί είναι για μένα χώρα αχαρτογράφητη. Και ας ξυπνάω ακόμα δυνατός σαν βόδι. Και ας δουλεύω ακάματα, πυρετωδώς. Και ας αποδεικνύεται, προς το παρόν, η μυωπία ανάχωμα της πρεσβυωπίας (παίρνουμε οι μύωπες επιτέλους την εκδίκηση μας, διαβάζουμε και γράφουμε χωρίς γυαλιά). Και ας μού κάνουν τα μαλλιά μου το χατίρι να ασπρίζουν, να παραμένουν δηλαδή στο κεφάλι μου.
Στα πενήντα επτά σου, έχεις μπόλικα να αναπολείς. Έρωτες, ταξίδια, μουσικές, βιβλία. Φιλίες που έλαμψαν κι ας μην άντεξαν. Σχέδια που ευοδώθηκαν και άλλα που ναυάγησαν. Έχεις μαζέψει άφθονες ιστορίες και αν ξέρεις να τις διηγείσαι, θα βρίσκονται άνθρωποι να τις ακούσουν. Πρόσεξε μόνο μην καταλήξεις ζώο μυρηκαστικό. Μην σε τυλίξει η νοσταλγικότητα και στρογγυλέψει τις γωνίες σου. Μην ανεπαίσθητα στρέψεις το βλέμμα προς τα πίσω, προς τα μέσα.
Στα πενήντα επτά σου, δεν έχεις λόγο να κρατάς πόζα, να παριστάνεις για να αρέσεις. Το έχεις άλλωστε αντιληφθεί πως η αλήθεια -η όποια αλήθεια σου- γοητεύει. Όχι τα καμώματα.
Στα πενήντα επτά σου, μπορείς ακόμα να διασχίζεις πεζός την Αθήνα με τα ακουστικά στα αυτιά και να κουνάς τα χέρια σου σαν να διευθύνεις μιάν αόρατη ορχήστρα. Μπορείς να ανακαλύπτεις νέες γεύσεις, νέες συγκινήσεις πέραν της εξουσίας, πέραν της επιτυχίας. Κι όποτε η τύχη σού χαμογελάει έχεις πλέον την ταπεινότητα να της φιλάς τα χέρια.
Στα πενήντα επτά μου, κινούμαι ανεξαρτήτως μεθ’ορμής ακαθέκτου προς το μέλλον