"Αναφέρατε σε ένα άρθρο σας, πρόσφατα, τον ηθοποιό Γιώργο Παππά. Οφείλω λοιπόν να σας πω – γιατί τον έχω δει στο θέατρο – πως άντρας τέτοιας γοητείας δεν ξαναπέρασε από την Ελλάδα!"
"Έχετε δει τον Γιώργο Παππά στο θέατρο;"
"Βεβαίως! Με είχε πάει η μακαρίτισσα η νονά μου στις "Μάγισσες του Σάλεμ”, το 1956!"
"Μα…"
"Μα πόσων χρονών είμαι; Ογδόντα στρογγυλά – το ’43 γεννηθείσα! Δεν έκρυψα ποτέ την ηλικία μου. Ο Γιαννάκης" παίρνει τσαχπίνικο ύφος, "είναι δύο χρόνια νεότερος μου. Αμύριστο σχεδόν λουλούδι τον παντρεύτηκα το 1968..." Ο Γιαννάκης δεν ακούει την κουβέντα μας, στέκεται στην ουρά, με την καμπαρντίνα του υπό μάλης, να βγάλει τα εισιτήρια.
Όλα αυτά συμβαίνουν στην είσοδο του κινηματογράφου "Αελλώ", στην Πατησίων. Κάθε σχεδόν Σάββατο βράδυ βλέπω εκεί ταινία με την κόρη μου, όπως έκανε ο πατέρας μου με εμένα. Μόνο που όταν ήμουν εγώ μαθητής, οι ταινίες χωρίζονταν ακόμα σε "Κατάλληλες", "Ακατάλληλες" και "Κ-13, κατάλληλες από δεκατριών". Σήμερα, με την έκθεση των πιτσιρικάδων στο διαδίκτυο, μια τέτοια προστασία θα φάνταζε εντελώς κωμική.
Η κυρία που μου έχει πιάσει την κουβέντα είναι -ήταν προ δεκαλέπτου- εντελώς άγνωστή μου. Με καταιγίζει ωστόσο με πληροφορίες. Ήδη ξέρω πως είχε ανθοπωλείο στην πλατεία Κυψέλης, "το έδωσα το 2015 σε μια μικρανηψιά μου", πως μένει ακόμα στο πατρικό διώροφο στο Πεδίον του Άρεως, "μην τα ρωτάτε τι πληρώνουμε για να το συντηρούμε στοιχειωδώς", ότι ο σύζυγος της, ο Γιαννάκης -στον οποίον μοιάζουν και οι δύο θυγατέρες τους, λέει με εμφανή απογοήτευση- υπηρέτησε ευδοκίμως επί τριάντα συναπτά έτη στην ΕΥΔΑΠ...
Εάν τρώγαμε μια πάστα στη Φωκίωνος Νέγρη, θα μου αποκάλυπτε ευχαρίστως και κάποια οικογενειακά τους μικροσκάνδαλα. Χωρίς -ούτε για αστείο- να αξιώσει από εμένα να κάνω το ίδιο...
Υπερκοινωνική η τυχαία γνωριμία μου; Εκκεντρική; Όλοι οι άνθρωποι είναι εκκεντρικοί, καθένας με τον τρόπο του. Όταν εν πάση περιπτώσει τα διηγείσαι τόσο χαριτωμένα, με τόσο σωστά ελληνικά, με κελαρυστή φωνή, ποιος θα σε κατακρίνει;
Εγώ σε άλλο θα σταθώ. Η κυρία εκείνη και αρκετές συνομήλικές της και η επόμενή της γενιά, οι σημερινές εξηντάρες, στηρίζουν ό,τι ονομάζουμε πολιτισμό. Πηγαίνουν τακτικά στο σινεμά. Θεατρίζονται. Διαβάζουν λογοτεχνία. Αποτελούν την κρίσιμη μάζα που εάν έλειπε, οι αίθουσες θα έμεναν θλιβερά μισοάδειες. Οι πάγκοι στα βιβλιοπωλεία θα αράχνιαζαν.
Δεν υποτιμώ, αλίμονο, τους νεότερους. Με τόσες όμως ιντερνετικές πλατφόρμες, προτιμούν εκείνοι να βλέπουν ταινίες και ξένες σειρές στο σπίτι και να βγαίνουν, αργά, στα κλαμπ. Και αν πάνε σε κάποια παράσταση, θα είναι κατά κανόνα πειραματική, ιδεολογικά έστω φορτισμένη...
Οι κυρίες σαν την κυρία προχθές στα σκαλιά του "Αελλώ", ενημερώνονται και προγραμματίζουν. "Την επόμενη Παρασκευή θα πάμε στο "Βρεττάνια”, θα πω και στην Ελένη με τον Περικλή, μακάρι να έρθουν, θα τσιμπήσουμε μετά και κάτι, εκεί γύρω..." Παρασύρουν τους άντρες τους. Μιλούν την επαύριο για το έργο στο κομμωτήριο και στο φαρμακείο της γειτονιάς τους – έτσι και ενθουσιαστούν, μπορούν να δημιουργήσουν ένα μικρό ρεύμα.
Όταν ζουν στην επαρχία, είναι ακόμα πιο παθιασμένες. Σπεύδουν σε κάθε πολιτιστική εκδήλωση, σε κάθε παρουσίαση βιβλίου που οργανώνεται στην πόλη τους. Ναυλώνουν πούλμαν και πηγαίνουν στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, συνδυάζουν την καλλιτεχνική ενημέρωση με μια βόλτα στην Ερμού ή στην Τσιμισκή.
Αρέσκονται στα χαμηλής ποιότητας, εύπεπτα προϊόντα; Αστειότητες! Και μπουλβάρ βλέπουν μα και σκοτεινά, υπαρξιακά δράματα. Και στον Γιάννη Πάριο θα πάνε -που τους θυμίζει τα νιάτα τους και ας τον ψιλοσνόμπαραν ίσως τότε- και Κική Δημουλά θα διαβάσουν και Τίτο Πατρίκιο. Και αν τους συστήσεις τις νεότερες ποιήτριές μας, τη Μυρσίνη Γκανά, τη Λένα Καλλέργη, την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, με τρυφερότητα θα εγκύψουν στους στίχους τους.
Το αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημά τους; Έχουν δει τόσο θέατρο, κινηματογράφο, έχουν ξεκοκαλίσει τόσα μυθιστορήματα -από Γρηγόριο Ξενόπουλο ξεκινώντας και ασφαλώς από τους μεγάλους κλασσικούς, Γάλλους και Ρώσους-, ώστε δεν τις γελάει κανένας τυχοδιώκτης. Δεν θα πετάξουν τα λεφτά τους, που τα έχουν συνήθως μετρημένα, σε "τρέντι" άνευ ουσίας πολιτιστικά προϊόντα. Άλλη σκασίλα δεν έχουν παρά να περνιούνται για προχωρημένες. Τη λέξη του συρμού, "ινφλουένσερ", δεν την ξέρουν καν...
Πολιτικά καλύπτουν όλο το φάσμα εκτός ίσως από τα άκρα, αν και κάποιες τις, στα φοιτητικά τους χρόνια, ανήκαν στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Δεν καταδέχονται εν τούτοις να φανατίζονται, να τσακώνονται. Τους επόμενους μήνες πιθανόν να τις πετύχεις και σε κάποιο σπίτι, σε συγκέντρωση υποψηφίου βουλευτή, γνωστού γνωστής. Από κοινωνική υποχρέωση βασικά θα παρίστανται. Και για το χάζι.
Εάν το’ χεις πείσμα να τις αποδομήσεις, να τις σατιρίσεις, να τις παρουσιάσεις ως κοινωνικά συμβιβασμένες, υποκρίτριες, σκορδόπιστες συζύγους, υπερπροστατευτικές μητέρες, μέγαιρες πεθερές, προφανώς θα σου δώσουν αφορμές. Πρόσεξε μόνο μήπως καταλήξεις να μιλάς, στην ουσία, για τον εαυτό σου. Για τις δικές σου αμαρτίες και τραύματα...
Καθένας καλλιτέχνης που συνομιλεί με το κοινό και όχι με τον αφαλό του, που ζει από τη δουλειά του, που έχει τριβή με την πιάτσα –σπουδαίο πράγμα η πιάτσα, από τον καιρό του Ευρίπιδη και του Σαίξπηρ-, το γνωρίζει. Αυτές οι γυναίκες, αυτές οι κυρίες στηρίζουν τον πολιτισμό.
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
*ΠΗΓΗ Capital