Εκείνο το καλοκαίρι, του 1976, φορώντας το adidas σορτσάκι μου, έκανα ασκήσεις εδάφους στο παρκέ του σαλονιού, πηδώντας άχαρα και παιδικά, σαν 6χρονο μαϊμούδι που λαχταράει να μάθει τη ζωή της ζούγκλας, μιμούμενη την 14χρονη Ρουμάνα αθλήτρια, με τις αφέλειες, που έκλεψε με μία κίνηση τις καρδιές ολόκληρου του πλανήτη, στην Ολυμπιάδα του Μόντρεαλ. Εκείνο το καλοκαίρι όλοι ήμασταν Νάντια Κομανέτσι. Κάθε γδούπος και πόνος. Καμία συνοχή μυαλού και σώματος. Το μπαλέτο που είχα κάνει μικρότερη δεν είχε βοηθήσει. Ήμουν ένα αδέξιο μικρό, με όρεξη να βρω την ισορροπία. Αργότερα, πολύ αργότερα, θα συνειδητοποιούσα ότι αυτός είναι ένας περιεκτικός στόχος ζωής.
Έπεφτα, σηκωνόμουν, ξαναέπεφτα. Τα χέρια μου πάντα στον αέρα, σαν να τα είχα μόλις καταφέρει, σαν να είχα σημειώσει τη μεγαλύτερη νίκη. Η Νάντια με οδηγούσε -πολικός αστέρας μου έδειχνε τον βορρά. Θυμάμαι ακόμα την ανατριχίλα στην σπονδυλική στήλη και την άγρια χαρά που ένιωσα όταν η Κομανέτσι κέρδισε το απόλυτο 10άρι, παρόλο που η συναισθηματική νοημοσύνη μου ήταν αγίνωτη και ακόμα κολυμπούσα στα ρηχά αγνοώντας παντελώς την ικανοποίηση που χαρίζει η επίτευξη κάποιου σπουδαίου στόχου, οποιουδήποτε στόχου.
Αργότερα, στα 16, θα σκιρτούσε η καρδιά, με το ίδιο σαλταρισμένο φτερούγισμα ακούγοντας το Sweet Sixteen του Billy Idol. Το ίδιο ρίγος, η ίδια λαχτάρα να επιβεβαιώσω ότι αυτό το τραγούδι έχει γραφτεί για μένα, προσωπικά. Να νιώσω το κέντρο του δικού μου σύμπαντος μπας και βρω τα όριά μου. Που αρχίζω και που τελειώνω. Πόσο χώρο πιάνω στον χώρο. Πρόβες στον καθρέφτη και άλλα τέτοια αθώα και ναρκισσιστικά -οι σημερινοί έβηβοι ακκίζονται στην οθόνη του κινητού τους, εμείς είχαμε τους αντικατοπτρισμούς δίπλα στις αφίσες, στην πρώτη πόρτα της ντουλάπας.
Ακολούθησαν πάμπολλες τρεμούλες, άπειρα σύγκρυα, κάμποσες φρικιάσεις και άλλα τόσα ανατριχιάσματα, από αυτά που σε κάνουν να παίρνεις το μάθημά σου, εάν είσαι τυχερός. Όλα είχαν να κάνουν με κάποια επιτυχία. Δική μου, των διπλανών ή των μακρινών, όλων όσοι τα κατάφεραν. Το νόημα της ζωής ίσως να κρύβεται πίσω από τα χτυπήματα-διάνα.
Και σήμερα, έρχεται αυτή η 81χρονη με το μπικίνι και τα γυμνασμένα πόδια, η Αναστασία Γερολυμάτου, να μου ξαναθυμίσει τη χαρά που είχα βιώσει με τη Νάντια Κομανέτσι. «Μέσα μου ζει αυτός ο παλάβρας, ο Οδυσσέας», λέει σηκώνοντας, με φόρα, το πανί της για να κάνει πάνω στο wind surf της τον διάπλου μεταξύ Κεφαλονιάς και Κυλλήνης. Μέσα της μια άσβεστη φλόγα. Καίγεται ολάκερη, δεν μπορεί. Δεν ησυχάζει. Βρίσκει γαλήνη στην υπερπροσπάθεια.
«Ήταν δύσκολο αλλά τα κατάφερα. Με τον αέρα και τη θάλασσα, είναι τόσο όμορφο να περνά κανείς τις ώρες του» δηλώνει 6 ώρες μετά την εντυπωσιακή κατάκτησή της, ξεχειλώνοντας τα πλαίσια των τρελών σχεδίων, λασκάροντας ελεγχόμενα τη βίδα και γιορτάζοντας την απεραντοσύνη των παλαβών ονείρων. Την ωκεανοσύνη, εν προκειμένω.
Δεκαεννέα χρόνια πριν τα εκατό, η Αναστασία δοξάζει, με μεγαλοπρέπεια και ταπεινότητα, την ανθρώπινη ύπαρξη, εξυμνεί τον διαρκή αγώνα, πανηγυρίζει τη λυσσασμένη και μεθοδική υπερπήδηση των εμποδίων.
Επιμύθιο: Ένα χρόνο πριν τα πενήντα, μόλις βρήκα τι θα γίνω όταν μεγαλώσω.