Αν έχετε δει έστω και ένα έργο της Στέλλας Καπεζάνου, δεν το ξεχνάτε ποτέ. Η εικαστικός δημιουργεί εικόνες του λαϊφστάιλ και του ονείρου στην επιφάνεια, που όμως αρκεί κάποιος να σταθεί να παρατηρήσει και να σκαλίσει για μερικά δευτερόλεπτα για να διακρίνει, ανάμεσα σε αψεγάδιαστες, κοσμοπολίτικες και εξωτικές φιγούρες, απίθανες συνυπάρξεις που εκφράζουν κριτική διάθεση, χιούμορ, ειρωνεία.
Στη νέα ατομική της έκθεση, που ανοίγει στις 7/6 στο Φουγάρο στο Ναύπλιο με τίτλο «Just a few drops of pink Coppertone», παραλίες του Λος Άντζελες γεμίζουν με λουόμενους της Αρβανιτιάς και οι πορτοκαλεώνες της Αργολίδας γίνονται σκηνικό για «λαϊφστάιλ πόζες άχρονων μοντέλων που μισοκλείνουν αισθησιακά τα μάτια» σύμφωνα με τον Art Director του Φουγάρου και επιμελητή της έκθεσης Αντώνη Ι. Κοντρογιάννη. «Δύσκολα δίπολα βρίσκουν μία ζωγραφική κοιτίδα επώασης». Μέσα από τις εκρήξεις χρώματος γεννιέται ένας καινούριος κόσμος όπου όλοι οι κανόνες καταρρέουν, με μοναδική σταθερά το νοσταλγικό άρωμα του αντιηλιακού των παιδικών μας χρόνων.
Η Στέλλα Καπεζάνου κατάγεται από το Ναύπλιο αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Στα 17 της, μαθήτρια λυκείου ακόμα, άρχισε να ασχολείται με το μόντελινγκ και αργότερα με την τηλεόραση. «Μετά από 12 χρόνια και μια καριέρα στον χώρο της σοουμπίζ, ο τότε σύζυγός μου μού ζήτησε να σταματήσω να δουλεύω και να αφοσιωθώ στην οικογένειά μας» θυμάται σήμερα. «Μέγα σφάλμα αρχικά, μιας και συντομότατα έμεινα μόνη με ένα μωρό επτά μηνών να μην ξέρω τι να με κάνω, μεγάλη ευλογία τελικά, γιατί την τέχνη τη χρησιμοποιεί αυτός που την έχει ανάγκη κι εγώ την είχα πολύ».
«Την τέχνη τη χρησιμοποιεί αυτός που την έχει ανάγκη κι εγώ την είχα πολύ»
Αν και ζωγραφίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της, η επαγγελματική της πορεία στην τέχνη ξεκίνησε τότε. «Διαλυμένη συναισθηματικά, η τότε ψυχολόγος μου, που είχε αναλάβει την υποστήριξή μου, γνωρίζοντας το ταλέντο μου στη ζωγραφική αλλά κυρίως τη βαθιά μου αγάπη για τις τέχνες γενικότερα, με έσπρωξε να δώσω εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Στα δικά μου τα μάτια τότε, οι απόφοιτοί της ήταν κάτι σαν Ολύμπιοι Θεοί, άπιαστοι, εξιδανικευμένοι, ακατόρθωτο το επίτευγμά τους για μια κοινή θνητή. Τελικά, στις εισαγωγικές της ΑΣΚΤ πέρασα πρώτη σε όλη την Ελλάδα. Η μέρα που ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου. Ξέρω ότι πολλοί θα αναρωτηθούν “μα δεν ήταν ευτυχέστερη η μέρα που γέννησε το γιο της, όπως συνηθίζουν να δηλώνουν οι μητέρες;”. Όχι. Ο γιος μου είναι ό,τι ωραιότερο, ό,τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου, τη μέρα που γεννήθηκε όμως ξεχείλιζα από αγάπη, αλλά και φόβο.
»Η επιλογή μου με δικαίωσε πάντως και αν μη τι άλλο, ο Κάρολος είναι παραπάνω από περήφανος για τη δουλειά μου. Η Σχολή έγινε η νέα μου οικογένεια και ακόμα έτσι τη νιώθω».
Η Στέλλα συνέχισε με μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, με διπλή υποτροφία. Μέχρι σήμερα έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία (με το Clyde & Co Emerging Star Award, το Cass Art Prize 2018 και ήταν φιναλίστ για το Solo Show Award 2017, το Rise Art Prize 2018 and το ACS Studio Prize 2018). Αυτή την περίοδο ζει στην Αθήνα αλλά εργάζεται μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου.
Από ποιες απόψεις διαφέρουν Αθήνα και Λονδίνο στον τρόπο ζωής και καλλιτεχνικής δημιουργίας;
«Η σύγκριση είναι άνιση για τη χώρα μας. Θα ήταν πιο δίκαιο να συγκρίνουμε την Αθήνα με το Βερολίνο ίσως, όπου βρίσκουμε έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα, υπερταλαντούχους καλλιτέχνες και underground σκηνή.
»Το Λονδίνο είναι η μητρόπολη της σύγχρονης (και όχι μόνο) τέχνης στην Ευρώπη, μόνο με τη Νέα Υόρκη θα μπορούσε να συγκριθεί. Οι καλλιτέχνες έχουν αμέτρητες ευκαιρίες, και οι ανταλλαγές είναι διαπολιτισμικές.
»Αυτό που απολαμβάνω όμως πάνω απ' όλα είναι η απενοχοποίηση της τέχνης στο Λονδίνο, η πραγματική ελευθερία εκεί. Αυτό το συνάντησα ακόμα εντονότερα στο Λος Άντζελες. Αν ένας καλλιτέχνης θέλει να ζωγραφίσει τη γάτα του, ζωγραφίζει τη γάτα του και δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
»Στην Ελλάδα κάποιες φορές νιώθω ότι σαν καλλιτέχνης πρέπει να φορτωθείς όλο το βάρος της ιστορίας στους ώμους σου, κάνοντας τέχνη οπωσδήποτε πολιτική, για να σε ακούσουν οι λίγοι στις θέσεις-κλειδιά. Πάμε στην Biennale, μιλάμε για τη Μακρόνησο. Έρχεται η Documenta, μιλάμε για την κρίση και τους μετανάστες. Είμαστε όμως μόνο αυτό; Συνομιλούμε με τον υπόλοιπο κόσμο της τέχνης μόνο σε επίπεδο εθνικής ταυτότητας;
»Στο Λονδίνο, μόνο το αποτέλεσμά σου δείχνει ποιος είσαι, και είναι πολλοί αυτοί που ακούνε».
«Στην Ελλάδα κάποιες φορές νιώθω ότι σαν καλλιτέχνης πρέπει να φορτωθείς όλο το βάρος της ιστορίας στους ώμους σου, κάνοντας τέχνη οπωσδήποτε πολιτική»
Από τους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής, αγαπά ιδιαίτερα τον Manet. «Έχω “οικειοποιηθεί” έργα του τουλάχιστον πέντε φορές. Θαυμάζω την αυτοπεποίθηση του Katz, τη σάρκα στους πρωταγωνιστές των προαστίων του Fischl, τον λόγο του Tuymans – το μισό του έργο είναι ο ίδιος να μιλά για αυτό. Έμπνευση ανεξάντλητη όμως είναι και το lifestyle του West Coast, τα κοσμικά του Tatler, η κοινωνική συνδιαλλαγή της σύγχρονης, χειραφετημένης -ο Θεός να την κάνει- γυναίκας».
Τι σας γοητεύει στις καθημερινές, αν και κοσμοπολίτικες εικόνες που αναπαριστάτε και σχολιάζετε μέσα από τα έργα σας;
«Το πρόβλημά μου ζωγραφίζω. Τις σκέψεις μου για όσα βλέπω και όσα με περιβάλλουν. Κάποιες τις βάζω κάτω στον καμβά και τις κάνω εικόνες. Με ενδιαφέρει το καθημερινό, αυτό που μάθαμε να θεωρούμε “φυσιολογικό”. Και μ' αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους. Στη ζωγραφική μου δεν κρίνω, δείχνω. Στόχος μου είναι να κάνω το θεατή να αναλογιστεί αυτό που συμβαίνει δίπλα του, αυτό που μέχρι τώρα ίσως κοίταγε αλλά δεν έβλεπε. Ένα κομπάκι στο λαιμό, αυτό θέλω να πετύχω».
Τι ιδιαίτερα ενδιαφέρον βρίσκετε, συγκεκριμένα σε εικόνες από διακοπές -παραλίες, γιοτ, beach bars- που επαναλαμβάνονται στο έργο σας;
«Είναι αστικό το περιβάλλον στη ζωγραφική μου. Οι πρωταγωνιστές μου έχουν χρήματα και πάνε διακοπές. Είναι αυτοί που κυνηγάνε τον ήλιο. Η ζωή τους δίνεται (και δείχνεται) μέσα από αναμνηστικές φωτογραφίες. Ένα post στην παραλία θα πάρει περισσότερα likes από ένα post στην ουρά της εφορίας, έτσι δεν είναι;».
Γιατί ονομάσατε τη νέα σας έκθεση «Just a few drops of pink Coppertone»;
«Η πιο γλυκιά μου παιδική ανάμνηση από το Ναύπλιο είναι να πηγαίνω με τη μαμά μου για μπάνιο στην Αρβανιτιά και να μου βάζει ροζ (παιδικό) Coppertone. Ήμασταν και οι δύο μικρές, ελεύθερες και μυρίζαμε τέλεια. Λάτρευα αυτή τη μυρωδιά. Μάλιστα, ολόκληρη η παραλία μύριζε έτσι εκείνη την εποχή. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά της Αρβανιτιάς, ένιωθα πως έφτανα στον παράδεισο. Ακόμα ένας τεχνητός παράδεισος, ό,τι ακριβώς διαπραγματεύομαι στη δουλειά μου δηλαδή, και ακόμα ένα προϊόν μαζικής κουλτούρας, που δυστυχώς στη νεότερη ιστορία του τού άλλαξαν άρωμα και έτσι το Coopertone δε μυρίζει πια Αρβανιτιά και η Αρβανιτιά δε μυρίζει πια Coppertone...».
«Η πιο γλυκιά μου παιδική ανάμνηση από το Ναύπλιο είναι να πηγαίνω με τη μαμά μου για μπάνιο στην Αρβανιτιά και να μου βάζει ροζ (παιδικό) Coppertone»
Τα έργα σας χαρακτηρίζονται από μια τολμηρή, προσωπική ματιά. Επιχειρείτε, σκόπιμα, να περάσετε κάποιο μήνυμα, στην εποχή της πολιτικής ορθότητας και του συντηρητισμού των social media;
«Στα έργα μου διερευνώ τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, τις σχέσεις τους με τα αντικείμενά τους, αλλά και την ίδια την απουσία των σχέσεων. Οι πρωταγωνιστές μου δε διαδρούν, είναι ιδιότροποι άνθρωποι που παίζουν σε έναν ψεύτικο κόσμο. Είναι οι σκέψεις και τα μηνύματα που επιχειρώ να επικοινωνήσω για τη σύγχρονη “κανονικότητα”».
Πώς προκύπτει ο διάλογος ανάμεσα στις παραλίες του Λος Άντζελες και τους λουόμενους της Αρβανιτιάς, ανάμεσα στους πορτοκαλεώνες της Αργολίδας και τις λαϊφστάιλ πόζες άχρονων μοντέλων;
«Η αλήθεια είναι πως ενίοτε τα έργα μου είναι κατασκευασμένα με αφηγήσεις πολύπλοκες στη σύνδεση και την παράσταση. Επιχειρώντας να μελετήσω την κοινωνική θέση και την ψυχική κατάσταση των πρωταγωνιστών μου, δημιουργώ εικόνες που μοιάζουν με διαφημίσεις, υπερβολικά τέλειες, υπερβολικά στιλιζαρισμένες, με φόντα σουρεαλιστικά διαμορφωμένα και σκηνές που στην πραγματικότητα δε θα μπορούσαν ποτέ να είχαν συμβεί.
»Και ναι, στο ίδιο έργο οι λουόμενοι της Αρβανιτιάς λιάζονται στο Zuma Beach, ενώ αλλού εστέτ ερωτικά τρίγωνα συμβαίνουν ανάμεσα σε καφάσια με πορτοκάλια, ή κατοικίδια και άγρια ζώα εμφανίζονται απρόσμενα μεταξύ των ανθρώπινων μορφών. Εντέλει, ο χώρος του καμβά -ζωγραφικά, συνθετικά, νοηματικά- γίνεται μία σκηνή όπου παρουσιάζεται κυρίαρχο το έργο της ανάγνωσης της ανθρώπινης κατάστασης».
Ποιο ρόλο παίζει το έντονο χρώμα στην τέχνη σας; Έχει κυρίως αισθητικό ή συμβολικό χαρακτήρα;
«Στη δυτική κουλτούρα, το έντονο χρώμα συνδέεται με τη μαζική κουλτούρα, το κιτς, το τεχνητό, το γυναικείο, το ανατολίτικο, το παιδικό, με τις παραισθήσεις και τους τεχνητούς παραδείσους. Το “σοβαρό” είναι ασπρόμαυρο, ένας κόσμος δισδιάστατος, καθορισμένος από ευθείες και σχήματα, επίπεδος, γραμμικός, σκέτος, συμπαγής. Η χρήση τολμηρών χρωμάτων στη δουλειά μου έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, θέτει τον προβληματισμό μου απέναντι στις συμβάσεις της ζωγραφικής αναπαράστασης και συνειδητοποιώ απόλυτα ότι ενίοτε “ζορίζω” το θεατή με την επιλογή μου αυτή».
Info
Εγκαίνια: Παρασκευή 7 Ιουνίου 8.30 μμ., ωράριο λειτουργίας: Πέμπτη & Παρασκευή 6 - 11 μμ | Σάββατο & Κυριακή 12 πμ – 10 μμ., θερινό ωράριο από 18 Ιουνίου: Τρίτη έως Κυριακή 6 – 11 μμ. Ασκληπιού 98, Ναύπλιο, τηλ. 27520 47300, www.fougaro.gr
Ακολουθήστε το WomanToc στο Instagram.